Ventana είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή του "ventana" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: [ben̪ˈtana].
Η λέξη "ventana" μεταφράζεται στα ελληνικά ως "παράθυρο".
Η λέξη "ventana" αναφέρεται συνήθως σε μία ανοιχτή ή κλειστή είσοδο φωτός και αέρα σε ένα κτίριο, η οποία μπορεί να ανοίγει. Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη αυτή χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορους τομείς, όπως στην αρχιτεκτονική, την κατασκευή και σε καθημερινές συζητήσεις.
Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Ventana abierta deja entrar la luz.
Το ανοιχτό παράθυρο αφήνει τον ήλιο να μπαίνει μέσα.
Necesito limpiar la ventana de la cocina.
Χρειάζομαι να καθαρίσω το παράθυρο της κουζίνας.
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "ventana" εμφανίζεται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, που συνήθως εμπεριέχουν την έννοια του ανοίγματος σε νέες ευκαιρίες ή δυνατότητες.
Ver a través de la ventana.
Να βλέπεις μέσω του παραθύρου.
(Σημαίνει να έχεις επίγνωση ή να κατανοείς καλύτερα μια κατάσταση.)
Abrir la ventana a nuevas oportunidades.
Ανοίγω το παράθυρο σε νέες ευκαιρίες.
(Σημαίνει ότι είμαστε ανοιχτοί σε νέες προοπτικές.)
Cerrar la ventana de mi pasado.
Κλείνω το παράθυρο του παρελθόντος.
(Σημαίνει να αφήνεις πίσω σου παλιές μνήμες ή καταστάσεις.)
Cuando se cierra una ventana, se abre una puerta.
Όταν κλείνει ένα παράθυρο, ανοίγει μια πόρτα.
(Εκφράζει την ιδέα ότι κάθε αποτυχία ή κλείσιμο φέρνει νέες ευκαιρίες.)
Η λέξη "ventana" προέρχεται από τη λατινική λέξη "ventāna", που σημαίνει "άνοιγμα" ή "τρύπα για τον αέρα". Η ρίζα "ventus" σημαίνει "άνεμος".
Συνώνυμα: - Hendidura (άνοιγμα ή σχισμή) - Abertura (άνοιγμα)
Αντώνυμα: - Pared (τοίχος) - Cerradura (κλειδαριά)