Ventanal είναι ένα ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /ben.taˈnal/
Η λέξη ventanal αναφέρεται σε ένα μεγάλο παράθυρο, γενικά ένα παράθυρο που επιτρέπει την είσοδο πολλού φυσικού φωτός σε ένα χώρο. Χρησιμοποιείται συχνά σε κατασκευές και αρχιτεκτονικές περιγραφές, καθώς και σε πιο γενικές συζητήσεις σχετικά με το σχεδιασμό εσωτερικών χώρων. Η χρήση της λέξης είναι συχνή και στα δύο προφορικά και γραπτά πλαίσια, αν και μπορεί να παρατηρηθεί ότι προτιμάται σε γραπτές περιγραφές δομών.
El ventanal de la sala da a un hermoso jardín.
(Το μεγάλο παράθυρο του σαλονιού βλέπει σε έναν όμορφο κήπο.)
Me encanta el ventanal porque deja entrar mucha luz.
(Μου αρέσει το μεγάλο παράθυρο γιατί αφήνει να μπαίνει πολύ φως.)
Η λέξη ventanal δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες περιπτώσεις που εκφράζουν την έννοια του φωτισμού ή της ευχάριστης θέας μέσω του μεγάλου παραθύρου.
A través del ventanal, se puede ver el amanecer.
(Μέσα από το μεγάλο παράθυρο, μπορείς να δεις την ανατολή του ήλιου.)
El ventanal fue una decisión clave en el diseño de la casa.
(Το μεγάλο παράθυρο ήταν μια κεντρική απόφαση στο σχέδιο του σπιτιού.)
Con un ventanal así, el espacio parece más amplio.
(Με ένα τέτοιο μεγάλο παράθυρο, ο χώρος φαίνεται πιο ευρύς.)
Η λέξη ventanal προέρχεται από τη λατινική λέξη ventus που σημαίνει "άνεμος" και το προσωνύμιο -al, που υποδηλώνει κάτι που σχετίζεται ή προέρχεται από. Έτσι, η λέξη κυριολεκτικά σημαίνει "το παράθυρο από το οποίο περνά o αέρας".
Συνώνυμα: - ventana (παράθυρο) - ventanilla (μικρό παράθυρο)
Αντώνυμα: - pared (τοίχος) - cierra (κλείσιμο)