Η λέξη "ventilador" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: [βɛn.ti.ləˈðɔɾ]
Η λέξη "ventilador" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "αεροθάλαμος" ή "ανεμιστήρας".
Η λέξη "ventilador" αναφέρεται σε μια συσκευή που χρησιμοποιείται για την κυκλοφορία του αέρα και τη δροσιά σε ένα χώρο. Χρησιμοποιείται τόσο σε οικιακές όσο και σε επαγγελματικές εφαρμογές. Ανάλογα με το πλαίσιο, η χρήση μπορεί να είναι εμφανής σε προφορικό και γραπτό λόγο, αλλά συνήθως προτιμάται σε γραπτό κείμενο.
El ventilador está funcionando muy bien en este calor.
(Ο ανεμιστήρας λειτουργεί πολύ καλά σε αυτή τη ζέστη.)
Necesitamos un ventilador para la sala de estar.
(Χρειαζόμαστε έναν ανεμιστήρα για το σαλόνι.)
Ella compró un ventilador nuevo para su oficina.
(Αυτή αγόρασε έναν νέο ανεμιστήρα για το γραφείο της.)
Η λέξη "ventilador" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες καταστάσεις όπου μπορεί να εμπλέκεται.
«Poner las cosas en el ventilador» — Αυτό σημαίνει να βάλουμε τις προκλήσεις ή τα προβλήματα σε κοινή θέα.
(Βάζουμε τα πράγματα στο προσκήνιο.)
«El ventilador está a su máximo» — Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι πολύ ενεργητικός ή δραστήριος.
(Ο ανεμιστήρας είναι σε πλήρη λειτουργία.)
«No hay ventilador que aguante este calor» — Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι η κατάσταση είναι ανεξέλεγκτη ή υπερβολική.
(Δεν υπάρχει ανεμιστήρας που να αντέχει αυτή τη ζέστη.)
Η λέξη "ventilador" προέρχεται από το λατινικό "ventilātor", το οποίο σημαίνει "εκείνος που αερίζει".