Η λέξη "ver" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "ver" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι /βɛɾ/ ή /beɾ/ ανάλογα με τη διάλεκτο.
Η μετάφραση της λέξης "ver" στα Ελληνικά είναι "βλέπω".
Η λέξη "ver" σημαίνει "να βλέπω" ή "να παρατηρώ". Χρησιμοποιείται συχνά στην ισπανική γλώσσα και εμφανίζεται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο. Είναι κοινό στην καθημερινή ομιλία καθώς και σε λογοτεχνία, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί μεγαλύτερη συχνότητα στη γραπτή γλώσσα λόγω της χρήσης του σε περιγραφές και αναλύσεις.
Hoy quiero ver una película.
(Σήμερα θέλω να δω μια ταινία.)
Ella puede ver el mar desde su ventana.
(Μπορεί να δει τη θάλασσα από το παράθυρό της.)
Es importante ver todos los aspectos del problema.
(Είναι σημαντικό να δούμε όλες τις πτυχές του προβλήματος.)
Η λέξη "ver" χρησιμοποιείται συχνά σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Ver las cosas claras
(Να βλέπεις τα πράγματα καθαρά)
Σημαίνει να κατανοείς την κατάσταση ξεκάθαρα.
Ver para creer
(Να δω για να πιστέψω)
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι χρειάζεσαι αποδείξεις πριν πιστέψεις κάτι.
Desde otro punto de vista se puede ver diferente.
(Από άλλη σκοπιά μπορεί να φαίνει διαφορετικά.)
Υποδεικνύει ότι η αντίληψη μπορεί να διαφέρει ανάλογα με την προοπτική.
No voy a ver más por hoy.
(Δεν πρόκειται να δω παραπάνω για σήμερα.)
Μπορεί να σημαίνει ότι κάποιος έχει κουραστεί ή έχει γεμίσει με πληροφορίες.
Η λέξη "ver" προέρχεται από τα Λατινικά "videre", που σημαίνει "βλέπω".
Συνώνυμα:
- Mirar (κοιτάζω)
- Observar (παρατηρώ)
Αντώνυμα:
- Ignorar (αγνοώ)
- Despreciar (παραβλέπω)