veraneante - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

veraneante (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "veraneante" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

[beɾaˈneante]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "veraneante" αναφέρεται σε άτομα που περνούν το καλοκαίρι σε παραθεριστικές περιοχές ή οι οποίοι διανύουν το καλοκαίρι σε διακοπές. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει όσους επισκέπτονται παραλίες, θέρετρα ή εξοχικά κατά τη διάρκεια της καλοκαιρινής περιόδου. Είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, ειδικά σε συζητήσεις που αφορούν τις διακοπές και τον τουρισμό.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Los veraneantes disfrutaron del sol en la playa.
  2. Οι παραθεριστές απόλαυσαν τον ήλιο στην παραλία.

  3. Cada verano, muchos veraneantes llegan a este pueblo costero.

  4. Κάθε καλοκαίρι, πολλοί παραθεριστές φτάνουν σε αυτό το παραθαλάσσιο χωριό.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Δεν υπάρχουν πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις που να περιλαμβάνουν τη λέξη "veraneante", ωστόσο χρησιμοποιείται στο πλαίσιο των καλοκαιρινών διακοπών. Παρακάτω είναι ορισμένες φράσεις που δείχνουν πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη γλώσσα:

  1. El veraneante siempre busca nuevas experiencias durante el verano.
  2. Ο παραθεριστής πάντα αναζητά νέες εμπειρίες κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.

  3. Los veraneantes se quejan del aumento de los precios en la temporada alta.

  4. Οι παραθεριστές παραπονιούνται για την αύξηση των τιμών στην υψηλή περίοδο.

  5. Si eres un veraneante frecuente, debes conocer las mejores playas de la región.

  6. Αν είσαι τακτικός παραθεριστής, θα πρέπει να γνωρίζεις τις καλύτερες παραλίες της περιοχής.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "veraneante" προέρχεται από το ρήμα "veranear", που σημαίνει "να περνάς το καλοκαίρι" ή "να κάνεις διακοπές". Η κατάληξη "-ante" δηλώνει έναν παθητικό συμμετοχικό χαρακτήρα, που σημαίνει "αυτός που κάνει".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - veranero (καλοκαιρινός) - vacacionista (παραθεριστής)

Αντώνυμα: - invernal (χειμωνιάτικος) - residente (μόνιμος κάτοικος)



23-07-2024