Η λέξη "veraneante" είναι ουσιαστικό.
[beɾaˈneante]
Η λέξη "veraneante" αναφέρεται σε άτομα που περνούν το καλοκαίρι σε παραθεριστικές περιοχές ή οι οποίοι διανύουν το καλοκαίρι σε διακοπές. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει όσους επισκέπτονται παραλίες, θέρετρα ή εξοχικά κατά τη διάρκεια της καλοκαιρινής περιόδου. Είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, ειδικά σε συζητήσεις που αφορούν τις διακοπές και τον τουρισμό.
Οι παραθεριστές απόλαυσαν τον ήλιο στην παραλία.
Cada verano, muchos veraneantes llegan a este pueblo costero.
Δεν υπάρχουν πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις που να περιλαμβάνουν τη λέξη "veraneante", ωστόσο χρησιμοποιείται στο πλαίσιο των καλοκαιρινών διακοπών. Παρακάτω είναι ορισμένες φράσεις που δείχνουν πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη γλώσσα:
Ο παραθεριστής πάντα αναζητά νέες εμπειρίες κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.
Los veraneantes se quejan del aumento de los precios en la temporada alta.
Οι παραθεριστές παραπονιούνται για την αύξηση των τιμών στην υψηλή περίοδο.
Si eres un veraneante frecuente, debes conocer las mejores playas de la región.
Η λέξη "veraneante" προέρχεται από το ρήμα "veranear", που σημαίνει "να περνάς το καλοκαίρι" ή "να κάνεις διακοπές". Η κατάληξη "-ante" δηλώνει έναν παθητικό συμμετοχικό χαρακτήρα, που σημαίνει "αυτός που κάνει".
Συνώνυμα: - veranero (καλοκαιρινός) - vacacionista (παραθεριστής)
Αντώνυμα: - invernal (χειμωνιάτικος) - residente (μόνιμος κάτοικος)