Επίθετο
/vɛrˈbal/
Η λέξη "verbal" στα Ισπανικά χρησιμοποιείται κυρίως για να αναφερθεί σε οτιδήποτε σχετίζεται με την ομιλία ή τη λεκτική επικοινωνία. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς όπως η γλώσσα, ο νόμος, η ψυχολογία και η ιατρική. Όσον αφορά τη συχνότητα χρήσης, η λέξη χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε επιστημονικά και νομικά κείμενα, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σε προφορικό λόγο.
La evidencia verbal es importante en un juicio.
(Η λεκτική απόδειξη είναι σημαντική σε μια δίκη.)
Prefiero la comunicación verbal a la escrita.
(Προτιμώ την προφορική επικοινωνία από την γραπτή.)
Su testimonio verbal fue crucial para el caso.
(Η προφορική μαρτυρία του ήταν κρίσιμη για την υπόθεση.)
Η λέξη "verbal" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Necesitamos verbalizar nuestras inquietudes en la reunión.
(Πρέπει να εκφράσουμε τις ανησυχίες μας στη συνάντηση.)
Compromiso verbal
(Λεκτική δέσμευση.)
He hecho un compromiso verbal con mis colegas.
(Έχω κάνει μια λεκτική δέσμευση με τους συναδέλφους μου.)
Violación verbal
(Λεκτική παραβίαση.)
Η λέξη "verbal" προέρχεται από το λατινικό "verbalis", που σημαίνει "σχετικός με τη λέξη", προερχόμενος από το "verbum", που σημαίνει "λέξη".
Συνώνυμα: - Lectoral (λεξιλογικός) - Oral (προφορικός)
Αντώνυμα: - Escrita (γραπτός) - No verbal (μη λεκτικός)