Verborrea είναι ένα ουσιαστικό.
/beɾβoˈrea/
Η λέξη verborrea αναφέρεται σε μια κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο μιλάει υπερβολικά ή χωρίς σταματημό, συχνά χωρίς συγκεκριμένο σκοπό ή περιεχόμενο. Χρησιμοποιείται κυρίως στη γλώσσα των ψυχίατρων για να περιγράψει ομιλία που δεν είναι ουσιαστική ή κατανοητή.
Η χρήση της είναι σχετικά συχνή στις ψυχιατρικές ή ψυχολογικές συζητήσεις και έχει τάση να χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να εμφανιστεί και στην προφορική γλώσσα.
La verborrea en su discurso dificultaba la comprensión de sus ideas.
(Η λογοδιάρροια στον λόγο του δυσκόλευε την κατανόηση των ιδεών του.)
A veces, la verborrea puede ser un síntoma de ansiedad en los pacientes.
(Μερικές φορές, η λογοδιάρροια μπορεί να είναι σύμπτωμα άγχους στους ασθενείς.)
Su verborrea excesiva hizo que muchos lo consideraran un hablador.
(Η υπερβολική του φλυαρία έκανε πολλούς να τον θεωρούν φλύαρο.)
Η λέξη verborrea μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις ή φράσεις που σχετίζονται με την ομιλία ή την επικοινωνία.
Su verborrea lo convierte en un buen conversador, pero a veces se pierde en detalles.
(Η λογοδιάρροιά του τον καθιστά καλό συνομιλητή, αλλά μερικές φορές χάνεται σε λεπτομέρειες.)
Prefiero a alguien que hable poco y sea directo, que no a un verborreico.
(Προτιμώ κάποιον που μιλάει λίγο και είναι άμεσος, από έναν φλύαρο.)
La verborrea en las reuniones suele ser un signo de falta de preparación.
(Η λογοδιάρροια στις συναντήσεις συνήθως είναι σημάδι έλλειψης προετοιμασίας.)
Muchas veces, la verborrea es simplemente una forma de llenar el silencio incómodo.
(Πολλές φορές, η λογοδιάρροια είναι απλά ένας τρόπος να γεμίσουμε τη δύσκολη σιωπή.)
Η λέξη verborrea προέρχεται από το λατινικό "verbum" που σημαίνει "λέξη" και το ελληνικό "ῥέω" που σημαίνει "ρέω" ή "ροή". Έτσι, συνδυάζει τη σημασία της ροής των λέξεων.
Συνώνυμα: - Fontanería verbal (Φλυαρία) - Cháchara (Φλυαρία)
Αντώνυμα: - Silencio (Σιωπή) - Concisión (Συνοπτικότητα)