Το "verdoso" είναι επίθετο.
Η φωνητική του μεταγραφή είναι: [βɛɾˈðoso]
Η λέξη "verdoso" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει χρώμα που θυμίζει πράσινο ή έχει μια πρασινωπή απόχρωση. Είναι πιο συνηθισμένη στον προφορικό λόγο, αν και συναντάται και σε γραπτό πλαίσιο. Η συχνότητα χρήσης της μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με τα συμφραζόμενα.
El cielo tiene un tono verdoso al atardecer.
Ο ουρανός έχει μια πρασινωπή απόχρωση στο ηλιοβασίλεμα.
La pintura tiene un color verdoso que me gusta mucho.
Η μπογιά έχει ένα πράσινο που μου αρέσει πολύ.
Me siento verdoso después de comer tanto.
Νιώθω πρασινωπός μετά από τόσες πολλές μπανάνες.
Ese lago parecía verdoso por la contaminación.
Αυτή η λίμνη φαινόταν πρασινωπή λόγω της ρύπανσης.
El pasto ha tomado un color verdoso debido a las lluvias.
Το χορτάρι έχει αποκτήσει μια πρασινωπή απόχρωση λόγω της βροχής.
Ten cuidado, ese líquido tiene un tono verdoso extraño.
Πρόσεχε, αυτό το υγρό έχει μια παράξενη πρασινωπή απόχρωση.
Η λέξη "verdoso" προέρχεται από τη λέξη "verde," που σημαίνει "πράσινος" στα Ισπανικά και καταλήγεται σε "-oso," μια κατάληξη που υποδηλώνει ποσότητα ή κατάσταση.