Το "veredicto" είναι ουσιαστικό.
Phonetic transcription: /beɾeˈðikto/
Η λέξη "veredicto" αναφέρεται σε μια επίσημη απόφαση ή ετυμηγορία που εκδίδεται από ένα δικαστικό σώμα ή έναν ένορκο μετά από αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων σε μια δίκη. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά στο πλαίσιο της δικαιοσύνης και των νομικών διαδικασιών. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή σε νομικά κείμενα και δημόσιες συζητήσεις σχετικά με νομικά θέματα, ενώ χρησιμοποιείται λιγότερο στον καθημερινό προφορικό λόγο.
El tribunal emitió un veredicto de culpabilidad.
(Το δικαστήριο εξέδωσε μια απόφαση ενοχής.)
El veredicto fue aclamado por el público presente.
(Η ετυμηγορία ανακηρύχθηκε από το παρόν κοινό.)
Los abogados esperaban ansiosamente el veredicto del jurado.
(Οι δικηγόροι περίμεναν με αγωνία την ετυμηγορία του ενόρκου.)
Αν και "veredicto" δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, εδώ είναι μερικές σχετικές φράσεις που αποτυπώνουν τη χρήση της λέξης:
El veredicto puede cambiar la vida de una persona.
(Η ετυμηγορία μπορεί να αλλάξει τη ζωή ενός ατόμου.)
La justicia se basa en el veredicto del jurado.
(Η δικαιοσύνη βασίζεται στην ετυμηγορία του ενόρκου.)
Un veredicto justo es fundamental para el Estado de derecho.
(Μια δίκαιη ετυμηγορία είναι θεμελιώδης για το κράτος δικαίου.)
El veredicto final será conocido en la próxima audiencia.
(Η τελική ετυμηγορία θα είναι γνωστή στην επόμενη ακρόαση.)
La presión pública puede influir en un veredicto.
(Η δημόσια πίεση μπορεί να επηρεάσει μια ετυμηγορία.)
Η λέξη "veredicto" προέρχεται από τα Λατινικά "veredictum", που είναι σύνθετη από τις λέξεις "verus" (αληθής) και "dictum" (λέγεται), που σημαίνει "αυτά που λέγονται αληθινά".
Συνώνυμα: - juicio (κριτήριο) - decisión (απόφαση)
Αντώνυμα: - injusticia (αδικία) - impunidad (ατιμωρησία)