Η λέξη "vergonzoso" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: [beɾɣonˈθoso] (στην ισπανική προφορά της Ισπανίας) ή [beɾɡonˈso] (στη λατινοαμερικανική προφορά).
Η λέξη "vergonzoso" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που προκαλεί ντροπή ή αμηχανία. Μπορεί να αναφέρεται σε ενέργειες ή συμπεριφορές που θεωρούνται ακατάλληλες ή ντροπιαστικές. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, και χρησιμοποιείται σε προφορικό και γραπτό λόγο, με ελαφρώς πιο συχνή εμφάνιση σε γραπτά κείμενα.
Es vergonzoso no ayudar a los demás.
(Είναι ντροπιαστικό να μην βοηθάς τους άλλους.)
Su comportamiento vergonzoso lo alejó de sus amigos.
(Η ντροπιαστική του συμπεριφορά τον απομάκρυνε από τους φίλους του.)
Nunca deberías hacer algo vergonzoso en público.
(Ποτέ δεν θα έπρεπε να κάνεις κάτι ντροπιαστικό δημόσια.)
Η λέξη "vergonzoso" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να είναι χρησιμοποιημένη σε διαφορετικές φράσεις που αντικατοπτρίζουν την έννοια της ντροπής ή αμηχανίας. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
No seas vergonzoso, puedes hacerlo.
(Μην είσαι ντροπαλός, μπορείς να το κάνεις.)
Es vergonzoso que no digas la verdad.
(Είναι ντροπιαστικό να μην λες την αλήθεια.)
A veces, ser vergonzoso puede ser una virtud.
(Μερικές φορές, το να είσαι ντροπαλός μπορεί να είναι αρετή.)
Ella siempre se siente vergonzosa cuando habla en público.
(Αυτή πάντα νιώθει ντροπή όταν μιλάει δημόσια.)
Η λέξη "vergonzoso" προέρχεται από την ισπανική λέξη "vergüenza", που σημαίνει ντροπή, και έχει ρίζα στη λατινική λέξη "verentia", που σημαίνει φόβος ή ντροπή.
Συνώνυμα: - timido (ντροπαλός) - bochornoso (ντροπιαστικός, ντροπιαστικός)
Αντώνυμα: - orgulloso (υπερήφανος) - audaz (τολμηρός)