Το "verificar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /beɾifiˈkaɾ/
Η λέξη "verificar" σημαίνει να ελέγχεις ή να επιβεβαιώνεις κάτι, να βεβαιώνεις την εγκυρότητα, την αλήθεια ή την ακρίβεια ενός δεδομένου ή στοιχείου. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά, τεχνικά και καθημερινά πλαίσια. Η συχνότητά της είναι υψηλή, καθώς είναι ένα κοινώς χρησιμοποιούμενο ρήμα στην ισπανική γλώσσα, με μεγαλύτερη χρήση σε γραπτό παρά σε προφορικό λόγο.
Είναι σημαντικό να ελέγξεις τα δεδομένα πριν υποβάλεις την αναφορά.
Voy a verificar si la información es correcta.
Θα ελέγξω αν η πληροφορία είναι σωστή.
Necesitamos verificar el contrato antes de firmarlo.
Η λέξη "verificar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που αναφέρονται στην επιβεβαίωση ή τον έλεγχο.
Στην περίπτωση χρηματοοικονομικών συναλλαγών είναι σημαντικό να ελέγχετε την ακρίβεια του λογαριασμού.
Verificar los antecedentes.
Είναι συνηθισμένο να ελέγχουν τα ιστορικά στοιχεία των υποψηφίων πριν από μια πρόσληψη.
Verificar la validez de documentos.
Αυτό είναι απαραίτητο σε νομικές διαδικασίες για να διασφαλιστεί η νομιμότητα.
Verificar el funcionamiento de un sistema.
Χρησιμοποιείται συχνά στην τεχνική γλώσσα για διασφάλιση σωστής λειτουργίας.
Verificar la información antes de tomar decisiones.
Η λέξη "verificar" προέρχεται από το λατινικό "verificare", που σημαίνει "να κάνω αληθινό" ή "να κάνω εμφανή". Η ρίζα "verus" σημαίνει "αληθινός".
Αυτές οι πληροφορίες θα σας βοηθήσουν να κατανοήσετε τη χρήση και τη σημασία της λέξης "verificar" στην ισπανική γλώσσα.