verificar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

verificar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "verificar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: /beɾifiˈkaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικά

Σημασία της λέξης

Η λέξη "verificar" σημαίνει να ελέγχεις ή να επιβεβαιώνεις κάτι, να βεβαιώνεις την εγκυρότητα, την αλήθεια ή την ακρίβεια ενός δεδομένου ή στοιχείου. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά, τεχνικά και καθημερινά πλαίσια. Η συχνότητά της είναι υψηλή, καθώς είναι ένα κοινώς χρησιμοποιούμενο ρήμα στην ισπανική γλώσσα, με μεγαλύτερη χρήση σε γραπτό παρά σε προφορικό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Es importante verificar los datos antes de presentar el informe.
  2. Είναι σημαντικό να ελέγξεις τα δεδομένα πριν υποβάλεις την αναφορά.

  3. Voy a verificar si la información es correcta.

  4. Θα ελέγξω αν η πληροφορία είναι σωστή.

  5. Necesitamos verificar el contrato antes de firmarlo.

  6. Χρειαζόμαστε να διασταυρώσουμε το συμβόλαιο πριν το υπογράψουμε.

Ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη

Η λέξη "verificar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που αναφέρονται στην επιβεβαίωση ή τον έλεγχο.

  1. Verificar la cuenta.
  2. Ελέγχω (ή επιβεβαιώνω) τον λογαριασμό.
  3. Στην περίπτωση χρηματοοικονομικών συναλλαγών είναι σημαντικό να ελέγχετε την ακρίβεια του λογαριασμού.

  4. Verificar los antecedentes.

  5. Ελέγχω (ή διασταυρώνω) τα ιστορικά στοιχεία.
  6. Είναι συνηθισμένο να ελέγχουν τα ιστορικά στοιχεία των υποψηφίων πριν από μια πρόσληψη.

  7. Verificar la validez de documentos.

  8. Ελέγχω (ή επιβεβαιώνω) την εγκυρότητα των εγγράφων.
  9. Αυτό είναι απαραίτητο σε νομικές διαδικασίες για να διασφαλιστεί η νομιμότητα.

  10. Verificar el funcionamiento de un sistema.

  11. Ελέγχω (ή επιβεβαιώνω) τη λειτουργία ενός συστήματος.
  12. Χρησιμοποιείται συχνά στην τεχνική γλώσσα για διασφάλιση σωστής λειτουργίας.

  13. Verificar la información antes de tomar decisiones.

  14. Ελέγχω (ή επιβεβαιώνω) την πληροφορία πριν πάρω αποφάσεις.
  15. Απαραίτητη πρακτική σε επαγγελματικά περιβάλλοντα για την αποφυγή λαθών.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "verificar" προέρχεται από το λατινικό "verificare", που σημαίνει "να κάνω αληθινό" ή "να κάνω εμφανή". Η ρίζα "verus" σημαίνει "αληθινός".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Αυτές οι πληροφορίες θα σας βοηθήσουν να κατανοήσετε τη χρήση και τη σημασία της λέξης "verificar" στην ισπανική γλώσσα.



22-07-2024