Η λέξη "verruga" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /beˈruɣa/
Η λέξη "verruga" αναφέρεται σε μια καλοήθη ανάπτυξη του δέρματος που προκαλείται από ιό (συνήθως από τον ιό HPV). Είναι συχνά ανώμαλη στην υφή και μπορεί να εμφανιστεί σε διάφορα μέρη του σώματος. Οι κονδυλωμάτων είναι κοινά στην παιδική ηλικία και μπορεί να εμφανιστούν σε οποιαδήποτε ηλικία.
Η λέξη χρησιμοποιείται γενικά στο προφορικό και γραπτό λόγο, με υψηλή συχνότητα στην ιατρική αναφορά. Σημειώνεται ότι προτιμάται πιο συχνά στην καθημερινή συζήτηση παρά σε ακαδημαϊκά ή ιατρικά κείμενα.
"Tengo una verruga en la mano."
"Έχω ένα κονδύλωμα στο χέρι."
"El médico me dijo que las verrugas son inofensivas."
"Ο γιατρός μου είπε ότι τα κονδυλώματα είναι ακίνδυνα."
"Es importante no tocar las verrugas para evitar contagiar a otros."
"Είναι σημαντικό να μην αγγίζεις τα κονδύλωμα για να αποφύγεις τη μόλυνση άλλων."
Στη γλώσσα Ισπανικά, η λέξη "verruga" χρησιμοποιείται σπάνια σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες φράσεις που περιλαμβάνουν την έννοια των κονδυλωμάτων με πιο χιουμοριστικό ή μεταφορικό τρόπο:
"Ese comentario me causó una verruga en el alma."
"Αυτή η παρατήρηση μου προκάλεσε ένα κονδύλωμα στην ψυχή." (αναφέρεται σε κάτι που σας πλήγωσε ή σας στέναξε)
"No quiero más verrugas en este proyecto."
"Δε θέλω άλλα κονδυλώματα σε αυτό το έργο." (αναφέρεται σε προβλήματα ή αναταραχές)
Η λέξη "verruga" προέρχεται από το λατινικό "verrucam", αναφερόμενο σε καλούπια ή ανωμαλίες του δέρματος.
Συνώνυμα: - condiloma - auge (σε ορισμένα συμφραζόμενα)
Αντώνυμα: - piel sana (υγιές δέρμα)
Αυτά τα συνωνυμικά και αντώνυμα περιγράφουν είτε παρόμοιες καταστάσεις δερματικών αναπτύξεων είτε τις φυσιολογικές αποχρώσεις του δέρματος.