Vertical είναι ουσιαστικό και επίθετο.
Φωνητική αναπαράσταση: /bɛrˈtikal/
Η λέξη vertical χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι σε αντοχή ή κατεύθυνση κατακόρυφα, δηλαδή προς τα πάνω ή προς τα κάτω σε αντίθεση με το οριζόντιο. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη σε διάφορους τομείς, όπως η γεωμετρία, η αρχιτεκτονική, η μηχανική και άλλες επιστήμες.
Η λέξη χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να συναντηθεί και σε προφορικό λόγο, ειδικά σε τεχνικές και επιστημονικές συζητήσεις.
Η κατακόρυφη γραμμή στο γραφικό υποδεικνύει την ανεξάρτητη μεταβλητή.
En geometría, los ángulos verticales son opuestos entre sí.
Στη γεωμετρία, οι κατακόρυφες γωνίες είναι αντίθετες μεταξύ τους.
La torre fue construida con una estructura vertical para soportar los vientos.
Η λέξη vertical μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν έχει τόσες πολλές όπως άλλες λέξεις. Ωστόσο, ακολουθούν κάποιες παραδείγματα:
Αυτός πάντα κρατά μια κατακόρυφη στάση στις συζητήσεις.
En un árbol genealógico, las relaciones verticales muestran la ascendencia.
Σε ένα γενεαλογικό δέντρο, οι κατακόρυφες σχέσεις δείχνουν την καταγωγή.
La escalera tiene peldaños verticales para mayor seguridad.
Η σκάλα έχει κατακόρυφες κλίμακες για μεγαλύτερη ασφάλεια.
La ciudad está llena de edificios verticales que impresionan a los turistas.
Η πόλη είναι γεμάτη από κατακόρυφα κτίρια που εντυπωσιάζουν τους τουρίστες.
Las tendencias de mercado verticales son más fáciles de seguir.
Η λέξη "vertical" προέρχεται από το λατινικό "verticalis", που σημαίνει "κατακόρυφος" και είναι συνδεδεμένη με τη λέξη "vertex", που σημαίνει "κορυφή" ή "κορυφαίο σημείο".
Συνώνυμα: - Alto (ψηλός) - Perpendicular (κάθετος)
Αντώνυμα: - Horizontal (οριζόντιος) - Plano (επίπεδος)