Η λέξη "vesical" είναι επίθετο.
/βɛ.si.ˈkal/
Η λέξη "vesical" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται με την ουροδόχο κύστη (vesícula urinaria) ή τη δομή αυτής. Στη γλώσσα των ιατρικών και ανατομικών κειμένων, είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη και παρατηρείται περισσότερο στο γραπτό περιβάλλον, αν και μπορεί να ακούγεται και σε προφορικές συζητήσεις σε ιατρικά ή ανατομικά πλαίσια.
La inflamación de la zona vesical puede causar dolor.
(Η φλεγμονή της κυστικής περιοχής μπορεί να προκαλέσει πόνο.)
El examen vesical es importante para el diagnóstico de enfermedades.
(Η κυστική εξέταση είναι σημαντική για τη διάγνωση ασθενειών.)
Η λέξη "vesical" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά, ωστόσο σχετίζεται συχνά με ιατρικούς όρους. Ακολουθούν μερικές χρήσεις που δείχνουν τη σημασία της:
La distensión vesical puede ser un signo de retención urinaria.
(Η διάταση της κυστικής περιοχής μπορεί να είναι σημάδι κατακράτησης ούρων.)
Los trastornos vesicales son comunes en personas mayores.
(Οι κυστικοί διαταραχές είναι συχνές σε ηλικιωμένα άτομα.)
Es esencial realizar un análisis vesical para determinar la salud del paciente.
(Είναι ουσιώδες να διεξαχθεί μια κυστική ανάλυση για να προσδιοριστεί η υγεία του ασθενή.)
Η λέξη "vesical" προέρχεται από τη λατινική λέξη "vesica", που σημαίνει "κύστη". Το επίθημα "-al" προστίθεται για να σχηματίσει το επίθετο που υποδηλώνει μια σχέση ή συνάρτηση με μια συγκεκριμένη δομή.
Συνώνυμα: - Cístico (κυστικός)
Αντώνυμα: - Μη κυστικός (sin vesícula)
Αυτή η ανάλυση ελπίζω να καλύπτει τις πληροφορίες που ζητήσατε σχετικά με τη λέξη "vesical".