Η λέξη «vestido» είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης «vestido» στα Ισπανικά είναι: [besˈti.ðo].
Η λέξη «vestido» αναφέρεται σε ένα ενδυματολογικό κομμάτι, γενικά σε ένα φόρεμα ή σε οποιοδήποτε άλλο είδος ένδυσης. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει ρούχα που φοριούνται από γυναίκες, αν και μπορεί επίσης να αναφέρεται σε ρούχα ανδρών σε κάποιες περιπτώσεις.
Η χρήση της λέξης «vestido» είναι αρκετά συχνή και εμφανίζεται κυρίως στον προφορικό λόγο αλλά και στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με τη μόδα, την αγορά κ.λπ.
Ella compró un vestido nuevo para la fiesta.
(Αγόρασε ένα νέο φόρεμα για το πάρτι.)
El vestido que lleva puesto es muy bonito.
(Το φόρεμα που έχει φορέσει είναι πολύ όμορφο.)
Me encanta tu vestido de colores.
(Μου αρέσει το πολύχρωμο φόρεμά σου.)
Η λέξη «vestido» χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
Estar como un vestido.
(Να είσαι σε καλή κατάσταση.)
Είναι πολύ σημαντικό να κρατάς τον εαυτό σου σε φόρμα, estar como un vestido es esencial para la salud.
No hay vestido feo.
(Δεν υπάρχει άσχημο φόρεμα.)
Todos los vestidos pueden ser bonitos si los llevas con confianza, realmente no hay vestido feo.
Cortar el vestido.
(Να κόψεις κάτι στην κουβέντα.)
A veces es mejor cortar el vestido y hablar de otros temas más agradables.
Vestido de gala.
(Επίσημο φόρεμα.)
El vestido de gala es perfecto para eventos formales y celebraciones importantes.
Vestido de novia.
(Φόρεμα νύφης.)
El vestido de novia es uno de los detalles más importantes en una boda.
Η λέξη «vestido» προέρχεται από το ρηματικό σώμα «vestir», που σημαίνει «να ντύνομαι» ή «να φορώ». Η καταγωγή της είναι λατινική, προερχόμενη από τη λέξη «vestitus».
Συνώνυμα: - ropa (ρούχα) - traje (κοστούμι)
Αντώνυμα: - desnudo (γυμνός) - desvestido (απογυμνωμένος)