vestigio - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

vestigio (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "vestigio" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: [besˈti.xjo]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "vestigio" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε κάτι που έχει απομείνει από το παρελθόν, συνήθως αναφερόμενη σε ιχνη ή αποτυπώματα σημαντικών γεγονότων, αντικειμένων ή καταστάσεων. Στη γλώσσα των επιστημών, όπως η ιατρική και η ανατομία, μπορεί να σημαίνει όποιο στοιχείο έχει παραμείνει από ένα όργανο ή μια δομή στην εξέλιξη. Εμφανίζεται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, αλλά η χρήση της είναι πιο συχνή σε ακαδημαϊκά και επιστημονικά κείμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Los arqueólogos encontraron un vestigio de la antigua civilización.
    (Οι αρχαιολόγοι βρήκαν ένα υπόλειμμα της αρχαίας πολιτείας.)

  2. El vestigio de su sonrisa aún queda en mi memoria.
    (Το σημάδι του χαμόγελού της παραμένει στη μνήμη μου.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "vestigio" μπορεί να εμφανιστεί σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις και μεταφορικές φράσεις.

  1. Dejar un vestigio en la historia
    (Να αφήσεις ένα αποτύπωμα στην ιστορία.)
  2. Esa decisión dejó un vestigio en la historia del país.
    (Αυτή η απόφαση άφησε ένα αποτύπωμα στην ιστορία της χώρας.)

  3. Buscar vestigios del pasado
    (Να αναζητήσεις υπολείμματα του παρελθόντος.)

  4. Ellos buscan vestigios del pasado para entender mejor su cultura.
    (Αυτοί αναζητούν υπολείμματα του παρελθόντος για να κατανοήσουν καλύτερα τη κουλτούρα τους.)

  5. Un vestigio de esperanza
    (Ένα υπόλειμμα ελπίδας.)

  6. Siempre hay un vestigio de esperanza en las peores situaciones.
    (Πάντα υπάρχει ένα υπόλειμμα ελπίδας στις χειρότερες καταστάσεις.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "vestigio" προέρχεται από τη λατινική "vestigium", που σημαίνει "ίχνος" ή "πατημασιά".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Rastro - Huella

Αντώνυμα: - Olvido (λήθη) - Invisibilidad (αόρατο)



22-07-2024