Η λέξη "vestigio" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: [besˈti.xjo]
Η λέξη "vestigio" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε κάτι που έχει απομείνει από το παρελθόν, συνήθως αναφερόμενη σε ιχνη ή αποτυπώματα σημαντικών γεγονότων, αντικειμένων ή καταστάσεων. Στη γλώσσα των επιστημών, όπως η ιατρική και η ανατομία, μπορεί να σημαίνει όποιο στοιχείο έχει παραμείνει από ένα όργανο ή μια δομή στην εξέλιξη. Εμφανίζεται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, αλλά η χρήση της είναι πιο συχνή σε ακαδημαϊκά και επιστημονικά κείμενα.
Los arqueólogos encontraron un vestigio de la antigua civilización.
(Οι αρχαιολόγοι βρήκαν ένα υπόλειμμα της αρχαίας πολιτείας.)
El vestigio de su sonrisa aún queda en mi memoria.
(Το σημάδι του χαμόγελού της παραμένει στη μνήμη μου.)
Η λέξη "vestigio" μπορεί να εμφανιστεί σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις και μεταφορικές φράσεις.
Esa decisión dejó un vestigio en la historia del país.
(Αυτή η απόφαση άφησε ένα αποτύπωμα στην ιστορία της χώρας.)
Buscar vestigios del pasado
(Να αναζητήσεις υπολείμματα του παρελθόντος.)
Ellos buscan vestigios del pasado para entender mejor su cultura.
(Αυτοί αναζητούν υπολείμματα του παρελθόντος για να κατανοήσουν καλύτερα τη κουλτούρα τους.)
Un vestigio de esperanza
(Ένα υπόλειμμα ελπίδας.)
Η λέξη "vestigio" προέρχεται από τη λατινική "vestigium", που σημαίνει "ίχνος" ή "πατημασιά".
Συνώνυμα: - Rastro - Huella
Αντώνυμα: - Olvido (λήθη) - Invisibilidad (αόρατο)