vestir - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

vestir (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "vestir" είναι ρήμα στην ισπανική γλώσσα.

Φωνητική μεταγραφή

/βεˈστιɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "vestir" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη του ντυσίματος ή της ένδυσης. Στο ιατρικό πλαίσιο μπορεί να αναφέρεται στο ντύσιμο ενός ασθενούς ή στην ένδυση σε ιατρικές διαδικασίες. Η συχνότητα χρήσης του είναι αρκετά υψηλή και χρησιμοποιείται εξίσου στον προφορικό και γραπτό λόγο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Ella suele vestir ropa cómoda para trabajar.
  2. Αυτή συνήθως ντύνεται με άνετα ρούχα για να δουλέψει.

  3. Es importante vestir adecuadamente para la ocasión.

  4. Είναι σημαντικό να ντυθείς κατάλληλα για την περίσταση.

  5. El médico le pidió que se vistiera después de la consulta.

  6. Ο γιατρός του ζήτησε να ντυθεί μετά τη διαβούλευση.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το "vestir" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Ακολουθούν μερικές χαρακτηριστικές:

  1. Vestir de gala
  2. Ντύνομαι επίσημα.
  3. Ejemplo: Para la boda, todos deben vestir de gala.
  4. Για το γάμο, όλοι πρέπει να ντυθούν επίσημα.

  5. Vestir con clase

  6. Ντύνομαι με στυλ.
  7. Ejemplo: A ella le encanta vestir con clase en todas partes.
  8. Αυτή λατρεύει να ντύνεται με στυλ παντού.

  9. Vestir a la moda

  10. Ντύνομαι σύμφωνα με τη μόδα.
  11. Ejemplo: Es muy importante vestir a la moda en el mundo del espectáculo.
  12. Είναι πολύ σημαντικό να ντύνονται σύμφωνα με τη μόδα στον κόσμο του θεάματος.

  13. Vestir para impresionar

  14. Ντύνομαι για να εντυπωσιάσω.
  15. Ejemplo: Siempre trato de vestir para impresionar en las entrevistas de trabajo.
  16. Πάντα προσπαθώ να ντύνομαι για να εντυπωσιάσω στις συνεντεύξεις εργασίας.

  17. Vestir de colores

  18. Ντύνομαι με χρώματα.
  19. Ejemplo: A los niños les gusta vestir de colores brillantes.
  20. Στα παιδιά αρέσει να ντύνονται με φωτεινά χρώματα.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "vestir" προέρχεται από το λατινικό "vestire," που σημαίνει «να ντύσω» ή «να καλύψω».

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - cubrir (καλύπτω) - ataviar (ντύνω, στολίζω)

Αντώνυμα: - desp vestir (ξεγυμνώνω) - despojar (αφαιρώ, απογυμνώνω)



22-07-2024