Σημασία: Ουσιαστικό.
Διεθνές φωνητικό αλφάβητο: /ˈβe.tə/
Η λέξη "veta" αναφέρεται σε μια γεωλογική ή μεταλλευτική επιφάνεια, συνήθως χρησιμοποιούμενη για να περιγράψει ένα σωματίδιο ή μία γραμμή μετάλλου ή άλλου πολύτιμου πόρου που διασχίζει πετρώματα. Χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα της εξόρυξης και της γεωλογίας.
Χρησιμότητα: Χρησιμοποιείται συχνά στο γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε επιστημονικά και τεχνικά κείμενα. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο, κυρίως από άτομα που σχετίζονται με τις βιομηχανίες εξόρυξης και γεωλογίας.
La veta de oro fue descubierta en la mina.
(Η φλέβα χρυσού ανακαλύφθηκε στη σοφία.)
Los geólogos estudian la veta para determinar su riqueza mineral.
(Οι γεωλόγοι μελετούν τη φλέβα για να καθορίσουν τον ορυκτό της πλούτο.)
La explotación de la veta de plata ha aumentado en los últimos años.
(Η εκμετάλλευση της φλέβας αργύρου έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια.)
Η λέξη "veta" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
Σημαίνει ότι κάποιος έχει αναπτυγμένο καλλιτεχνικό ταλέντο.
Ir a la veta.
(Να πας στη φλέβα.)
Σημαίνει να κατευθυνθείς σε μια πηγή ή να αναζητήσεις ειδικές πληροφορίες ή πόρους.
Estar en la veta de la verdad.
(Να είσαι στη φλέβα της αλήθειας.)
Σημαίνει να είσαι κοντά στην ανακάλυψη της πραγματικής κατάστασης ή της αλήθειας.
Buscar nuevas vetas de trabajo.
(Να αναζητάς νέες φλέβες εργασίας.)
Σημαίνει αναζήτηση νέων ευκαιριών απασχόλησης ή πηγών εισοδήματος.
Encontrar la veta de un problema.
(Να βρεις τη φλέβα ενός προβλήματος.)
Η λέξη "veta" προέρχεται από το λατινικό "veta", που σημαίνει "φλέβα" ή "ραφή". Σηματοδοτεί την έννοια του διαχωρισμού ή της διαίρεσης και έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως στη μεταλλευτική ορολογία.
Συνώνυμα:
- física (σε κάποιες αποκλεισμένες περιπτώσεις)
- veya (σε γεωλογικό πλαίσιο)
Αντώνυμα:
- venas (φλέβες σε ιατρικό πλαίσιο)
- vacío (κενό)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια σφαιρική εικόνα για τη λέξη "veta" σε διάφορες πλατφόρμες και εφαρμογές.