Το "vetar" είναι ρήμα.
/βεˈταɾ/
Το "vetar" σημαίνει να απαγορεύεις ή να αποκλείεις κάτι. Χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικά και γενικά συμφραζόμενα για να δηλώσει ότι κάποιος έχει τη δύναμη να επιβάλει περιορισμούς ή να αρνηθεί κάτι. Η λέξη είναι συχνά χρησιμοποιούμενη σε επίσημο και νομικό λόγο.
Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στο γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε νομικά κείμενα ή επίσημες επικοινωνίες, αλλά μπορεί επίσης να εμφανιστεί στον προφορικό λόγο.
El gobierno decidió vetar la propuesta de ley.
(Η κυβέρνηση αποφάσισε να απαγορεύσει την πρόταση νόμου.)
El tribunal puede vetar ciertos documentos como pruebas.
(Το δικαστήριο μπορεί να αποκλείσει ορισμένα έγγραφα ως αποδεικτικά στοιχεία.)
Το "vetar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι τόσο συνηθισμένο όσο άλλες λέξεις.
Vetar una candidatura.
(Απαγορεύω μία υποψηφιολογία.)
Αυτή η έκφραση χρησιμοποιείται όταν κάποιος έχει την εξουσία να αποκλείσει υποψηφίους.
Vetar el uso de ciertos términos.
(Απαγορεύω τη χρήση ορισμένων όρων.)
Εδώ εννοούμε την απαγόρευση συγκεκριμένων λέξεων ή φράσεων σε επίσημα κείμενα.
Vetar la entrada a persona no autorizada.
(Απαγορεύω την είσοδο σε μη εξουσιοδοτημένα άτομα.)
Χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου η πρόσβαση είναι περιορισμένη.
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "veto", που σημαίνει "εγώ αντιτίθεμαι".
Συνώνυμα: - Prohibir (απαγορεύω) - Excluir (αποκλείω)
Αντώνυμα: - Permitir (επιτρέπω) - Aceptar (αποδέχομαι)