Ρήμα
/biˈaxaɾ/
Η λέξη "viajar" σημαίνει "ταξιδεύω" στα Ελληνικά. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη του να πηγαίνεις από ένα μέρος σε άλλο, είτε για αναψυχή είτε για εργασία. Στα ισπανικά, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στους προφορικούς και γραπτούς λόγους, με υψηλή συχνότητα.
Voy a viajar a Grecia este verano.
(Θα ταξιδέψω στην Ελλάδα αυτό το καλοκαίρι.)
Me encanta viajar por diferentes países.
(Μου αρέσει να ταξιδεύω σε διάφορες χώρες.)
¿Vas a viajar en avión o en tren?
(Θα ταξιδέψεις με αεροπλάνο ή με τρένο;)
Η λέξη "viajar" χρησιμοποιείται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν:
Viajar ligero.
(Ταξιδεύω ελαφριά.)
Αναφέρεται στο να ταξιδεύεις με λίγα πράγματα.
Viajar a lugares desconocidos.
(Ταξιδεύω σε άγνωστα μέρη.)
Σημαίνει να εξερευνάς νέα και αγνώστα μέρη.
Viajar en el tiempo.
(Ταξιδεύω στο χρόνο.)
Χρησιμοποιείται πιο μεταφορικά, συχνά σε φανταστικά ή κινηματογραφικά πλαίσια.
Siempre trato de viajar ligero para no cargar demasiado.
(Πάντα προσπαθώ να ταξιδεύω ελαφριά ώστε να μην κουβαλάω πολλά.)
Ella sueña con viajar a lugares desconocidos.
(Αυτή ονειρεύεται να ταξιδεύει σε άγνωστα μέρη.)
En las películas, a veces se puede viajar en el tiempo.
(Στις ταινίες, μερικές φορές μπορείς να ταξιδέψεις στο χρόνο.)
Η λέξη "viajar" προέρχεται από το λατινικό "viaticare", το οποίο σχετίζεται με τις λέξεις "via" (δρόμος) και "facere" (κάνω).
Συνώνυμα: - desplaçar (μετακινώ) - trasladar (μεταφέρω)
Αντώνυμα: - quedarse (μένω) - permanecer (παραμένω)
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν τη λέξη "viajar" και την χρήση της στη γλώσσα Ισπανικά.