Η λέξη "viaje" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: [ˈβιαxe]
Η λέξη "viaje" αναφέρεται στην πράξη της μετακίνησης από ένα μέρος σε άλλο, συνήθως σε μια ταξιδιωτική ή τουριστική διάσταση. Χρησιμοποιείται συχνά στην ισπανική γλώσσα, με την έννοια της μετακίνησης είτε για αναψυχή είτε για επαγγελματικούς λόγους. Αξιοσημείωτο είναι ότι χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο, καθώς η έννοια του ταξιδιού είναι έντονα συνδεδεμένη με την καθημερινή ζωή.
Θα κάνω ένα ταξίδι στην παραλία αυτό το Σαββατοκύριακο.
El viaje en tren duró tres horas.
Το ταξίδι με το τρένο διήρκεσε τρεις ώρες.
Me encanta planear mis viajes con antelación.
Να κάνω ένα επαγγελματικό ταξίδι.
Viaje al extranjero.
Ταξίδι στο εξωτερικό.
Un viaje inolvidable.
Ένα αξέχαστο ταξίδι.
Viaje de ensueño.
Ονειρεμένο ταξίδι.
Viaje en familia.
Η λέξη "viaje" προέρχεται από το λατινικό "viaticum", το οποίο σήμαινε αρχικά "ταξιδιωτικό κονδύλι" ή "βοήθεια για τον ταξιδιώτη". Αυτή η λέξη μετέφερε η έννοια της μετακίνησης και της ταξιδιωτικής εμπειρίας.
Συνώνυμα: - trayecto (διαδρομή) - recorrido (διαδρομή, οδοιπορία)
Αντώνυμα: - estancia (παραμονή) - quietud (ηρεμία, στασιμότητα)