Η λέξη "vial" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή της λέξης "vial": [ˈbjal]
Η λέξη "vial" αναφέρεται σε ένα μικρό, συνήθως γυάλινο δοχείο που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση και μεταφορά υγρών, όπως φάρμακα ή χημικά. Στην ιατρική, τα viales χρησιμοποιούνται συνήθως για την αποθήκευση εμβολίων, φαρμάκων και άλλων βιολογικών προϊόντων. Η χρήση της λέξης είναι πιο συχνή σε τεχνικά ή επιστημονικά κείμενα ή στον τομέα της ιατρικής, αν και μπορεί να εμφανίζεται και σε καθημερινό λόγο.
Ο γιατρός μου έδωσε ένα φιαλίδιο αντιβιοτικών.
Los viales deben estar almacenados en un lugar fresco.
Τα φιαλίδια πρέπει να φυλάσσονται σε δροσερό μέρος.
Necesitamos un vial más grande para este líquido.
Η λέξη "vial" δεν έχει πολλές αναγνωρίσιμες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε ορισμένα συμφραζόμενα:
(Φιαλίδιο δοκιμής): Σε ένα εργαστήριο, ένα vial de ensayo χρησιμοποιείται για να κρατήσει δείγματα προς εξέταση.
Vial de almacenamiento
(Φιαλίδιο αποθήκευσης): Τα viales de almacenamiento είναι ειδικά σχεδιασμένα για τη μακροχρόνια φύλαξη χημικών.
Sello de un vial
Η λέξη "vial" προέρχεται από την λατινική λέξη "vialem", που σημαίνει "μικρό δοχείο".
Συνώνυμα: - frasco (δοχείο) - botellas (μπαμπούλες, φιάλες)
Αντώνυμα: - vacío (άδειο) - lleno (γεμάτο)
Αυτή είναι μια ολοκληρωμένη παρουσίαση της λέξης "vial" που καλύπτει τους βασικούς τομείς που ζητήσατε.