Η λέξη "viandante" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "viandante" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /βjanˈdante/
Η λέξη "viandante" αναφέρεται σε κάποιον που ταξιδεύει ή περιπλανιέται, συχνά με μια διάθεση να εξερευνήσει και να ανακαλύψει νέους τόπους. Στη γλώσσα των Ισπανών, η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε περιγραφές και μπορεί να έχει ρομαντική ή ποιητική χροιά. Είναι πιο συνηθισμένη στο γραπτό λόγο παρά στον προφορικό, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στις καθημερινές συνομιλίες.
El viandante caminaba por la montaña al amanecer.
Ο περαστικός περπατούσε στο βουνό με την ανατολή.
Los viandantes encontraron un refugio en el camino.
Οι ταξιδιώτες βρήκαν ένα καταφύγιο στον δρόμο.
Siempre soñé con ser un viandante en tierras lejanas.
Πάντα ονειρευόμουν να είμαι ένας ταξιδιώτης σε μακρινές χώρες.
Η λέξη "viandante" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που συνδέονται με το ταξίδι και την περιπέτεια:
Viandante del mundo, siempre busca aventuras.
Ο περιηγητής του κόσμου πάντα αναζητά περιπέτειες.
Un viandante sin rumbo es un explorador sin destino.
Ένας περαστικός χωρίς προορισμό είναι ένας εξερευνητής χωρίς προορισμό.
La vida es un viaje; todos somos viandantes.
Η ζωή είναι ένα ταξίδι; όλοι είμαστε ταξιδιώτες.
El viandante sabio escucha las historias del camino.
Ο σοφός ταξιδιώτης ακούει τις ιστορίες του δρόμου.
Caminando como viandante, descubres lo que realmente importa.
Περπατώντας ως περαστικός, ανακαλύπτεις τι έχει πραγματική σημασία.
Η λέξη "viandante" προέρχεται από το λατινικό "viator", που σημαίνει "ταξιδιώτης" ή "περαστικός". Η ρίζα της σχετίζεται με το "via", που σημαίνει "δρόμος", υποδηλώνοντας την έννοια της κίνησης και του ταξιδιού.
Συνώνυμα: - viajero (ταξιδιώτης) - caminante (πεζός) - pasajero (επιβάτης)
Αντώνυμα: - sedentario (καθιστικός) - residente (κάτοικος) - estable (σταθερός)