vibrante - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

vibrante (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Επίθετο

Φωνητική μεταγραφή

/biˈβɾante/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "vibrante" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει την ικανότητα να δονείται, να εκλύει ενέργεια ή να προκαλεί έντονα συναισθήματα. Χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή γλώσσα, στη μουσική, τη λογοτεχνία και την ιατρική.

Συχνότητα χρήσης: Η λέξη χρησιμοποιείται σχετικά συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με έντονη παρουσία σε ποιήματα και λογοτεχνικά κείμενα για να εκφράσει συναισθήματα και αίσθηση.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La música era tan vibrante que todos comenzaron a bailar.
    Η μουσική ήταν τόσο δονητική που όλοι άρχισαν να χορεύουν.

  2. Ella tiene una personalidad vibrante que atrae a todos a su alrededor.
    Έχει μια δονητική προσωπικότητα που έλκει όλους γύρω της.

  3. La exposición fue vibrante y cautivó a todos los visitantes.
    Η έκθεση ήταν έντονη και γοήτευσε όλους τους επισκέπτες.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "vibrante" χρησιμοποιείται επίσης σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, ιδιαίτερα σε συνδυασμούς που συνδέονται με δραστηριότητες που προκαλούν έντονα συναισθήματα, ζωντάνια ή ενέργεια.

  1. Un mundo vibrante de colores.
    Ένας δονητικός κόσμος χρωμάτων.

  2. Vivir una vida vibrante.
    Να ζεις μια δονητική ζωή.

  3. Su energía es vibrante y contagiosa.
    Η ενέργειά του είναι δονητική και μολυσματική.

  4. La ciudad tiene un ambiente vibrante durante la noche.
    Η πόλη έχει μια δονητική ατμόσφαιρα κατά τη διάρκεια της νύχτας.

  5. Su risa es tan vibrante que ilumina la habitación.
    Το γέλιο της είναι τόσο δονητικό που φωτίζει το δωμάτιο.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "vibrante" προέρχεται από το λατινικό "vibrans", που είναι το παρελθοντικό μετοχικό απαρέμφατο του "vibrare", που σημαίνει "δονώ" ή "ταλαντεύομαι".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - dinámico (δυναμικός) - vivo (ζωντανός) - energético (ενεργητικός)

Αντώνυμα: - apagado (σβησμένος) - inerte (αδρανής) - monótono (μονότονος)



23-07-2024