Η λέξη "victoria" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/βικˈτοɾια/
Η λέξη "victoria" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να αναφερθεί σε μια νίκη ή επιτυχία, είτε σε αθλητικά, πολιτικά ή στρατιωτικά συμφραζόμενα. Είναι ένα κοινό ουσιαστικό και χρησιμοποιείται συχνά και στους δύο τομείς, στον προφορικό και γραπτό λόγο. Η συχνότητά της είναι αρκετά υψηλή, δεδομένου ότι οι πολίτες αναφέρονται συχνά σε νίκες σε αθλητικά ή πολιτικά γεγονότα.
"Η ομάδα γιόρτασε τη νίκη της στο πρωτάθλημα."
"La victoria en la elección fue un gran logro para el partido."
"Η νίκη στις εκλογές ήταν μια μεγάλη επιτυχία για το κόμμα."
"Nos sentimos muy orgullosos de nuestra victoria en la competencia."
Η λέξη "victoria" χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος απολαμβάνει την επιτυχία του μετά από δυσκολίες.
"Victoria sobre la adversidad."
Αναφέρεται στη νίκη που επιτυγχάνεται παρά τις προκλήσεις.
"Edge of victory."
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση όπου η νίκη είναι κοντά, αλλά όχι ακόμα σίγουρη.
"Victoria aplastante."
Δηλώνει μια νίκη που επιτεύχθηκε με μεγάλη διαφορά.
"La victoria es dulce."
Σημαίνει ότι η νίκη είναι πολύ ευχάριστη μετά από σκληρή δουλειά.
"Victoria moral."
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "victoria", που σημαίνει "νίκη". Διαρθρώνεται από τη ρίζα "vincere", που σημαίνει "να νικάς".
Συνώνυμα: - éxito (επιτυχία) - triunfo (θρίαμβος) - logro (κατόρθωμα)
Αντώνυμα: - derrota (ήττα) - fracaso (αποτυχία) - pérdida (απώλεια)