Η λέξη "vidente" είναι ουσιαστικό και μπορεί επίσης να λειτουργήσει ως επίθετο.
Η λέξη "vidente" αναφέρεται σε κάποιον που έχει την ικανότητα να βλέπει ή να γνωρίζει κάτι που δεν είναι προφανές για άλλους, συχνά σε πνευματικό ή μυστικιστικό πλαίσιο. Χρησιμοποιείται συχνά στα Ισπανικά για να περιγράψει άτομα που δηλώνουν ότι έχουν ψυχικές ικανότητες ή διόραση. Η χρήση της μπορεί να παρατηρηθεί και σε προφορικό και σε γραπτό λόγο, αν και οι αναφορές σε μάντεις ή οραματιστές συνήθως εμφανίζονται σε γραπτά κείμενα που ασχολούνται με τη μεταφυσική.
(Αυτή είναι μια διάσημη μάντισσα που βοηθά πολλούς ανθρώπους.)
El vidente predijo el futuro de manera sorprendente.
(Ο μάντης προέβλεψε το μέλλον με εκπληκτικό τρόπο.)
Muchas personas creen en las habilidades de un vidente.
Ο όρος "vidente" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διαφόρους ιδιωματικούς σχηματισμούς.
Aunque no soy un vidente, a veces puedo adivinar lo que piensan los demás.
"Vidente de la verdad" – (Μάντης της αλήθειας.)
El autor se considera un vidente de la verdad en sus obras.
"Vidente del futuro" – (Μάντης του μέλλοντος.)
Η λέξη "vidente" προέρχεται από το ρήμα "ver" (βλέπω) και χαρακτηρίζει εκείνον που "βλέπει" ή "γνωρίζει" περισσότερα από τους άλλους.
Συνώνυμα: - Místico (Μυστικιστής) - Profeta (Προφήτης) - Clarividente (Διαυγής)
Αντώνυμα: - Ciego (Τυφλός) - Ignorante (Αγνοών)
Η λέξη "vidente" έχει πλούσια χρήση στη γλώσσα και φέρει βαριά συναισθηματική και πολιτισμική σημασία στις ισπανόφωνες κοινωνίες.