Η λέξη "video" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "video" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /ˈbiːdi.oʊ/
Η λέξη "video" αναφέρεται σε μια σειρά κινούμενων εικόνων ή ήχου που παρουσιάζονται μαζί, συνήθως για σκοπούς ψυχαγωγίας, εκπαίδευσης ή ενημέρωσης. Χρησιμοποιείται ευρύτατα στην καθημερινή ζωή και στα μέσα ενημέρωσης.
Στα ισπανικά, η λέξη "video" χρησιμοποιείται σε πολλές καταστάσεις, είτε σε προφορικό είτε σε γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο, ειδικά σε κείμενα που αφορούν την τεχνολογία, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και την ψυχαγωγία.
Η χρήση της λέξης είναι πολύ συχνή, κυρίως λόγω της αυξανόμενης δημοφιλίας των ψηφιακών μέσων.
El video que grabamos ayer es muy divertido.
(Το βίντεο που καταγράψαμε χθες είναι πολύ διασκεδαστικό.)
Voy a subir el video a las redes sociales.
(Θα ανεβάσω το βίντεο στα κοινωνικά δίκτυα.)
Necesito un video tutorial para entender este programa.
(Χρειάζομαι ένα βίντεο οδηγό για να κατανοήσω αυτό το πρόγραμμα.)
Η λέξη "video" χρησιμοποιείται επίσης σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις.
Συνήθως χρησιμοποιείται για να αναφερθεί στην ενέργεια της αναπαραγωγής ενός βίντεο σε μια συσκευή.
Ver un video en línea.
(Να δεις ένα βίντεο online.)
Αναφέρεται στη διαδικτυακή παρακολούθηση βίντεο, συχνά μέσω πλατφορμών όπως το YouTube.
Hacer un video.
(Να κάνεις ένα βίντεο.)
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος δημιουργεί ή καταγράφει ένα βίντεο για διάφορους σκοπούς.
Editar un video.
(Να επεξεργαστείς ένα βίντεο.)
Η λέξη "video" προέρχεται από τα Λατινικά "video", το οποίο σημαίνει "βλέπω". Η χρήση της στον τομέα της οπτικοακουστικής τέχνης έχει εξελιχθεί με την ανάπτυξη της τεχνολογίας.