vieja: επίθετο
/ˈβieχα/
Η λέξη "vieja" στα Ισπανικά σημαίνει "παλιά" ή "γήρα" και χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που έχει προχωρήσει σε μεγαλύτερη ηλικία ή χρόνο. Μπορεί να χρησιμοποιείται σε διάφορα συμφραζόμενα, όπως για αντικείμενα, τις παραδόσεις ή τους ανθρώπους. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά υψηλή, με θετική προτίμηση στον προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτά κείμενα, ιδιαίτερα σε περιγραφές ή αφηγήσεις.
Ella es una mujer vieja.
(Αυτή είναι μια γριά γυναίκα.)
La casa vieja necesita reparaciones.
(Το παλιό σπίτι χρειάζεται επισκευές.)
Η λέξη "vieja" χρησιμοποιείται επίσης σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά.
A vieja escuela.
(Από παλιά σχολή.)
Αυτό σημαίνει ότι κάτι έχει παραδοσιακές ρίζες ή προέρχεται από παλιές συνήθειες.
Vieja amiga.
(Παλιά φίλη.)
Αυτό χρησιμοποιείται για να δείξει έναν φίλο που γνωρίζετε πολύ καιρό.
Tener la vieja cerca.
(Έχω την ηλικιωμένη κοντά.)
Σημαίνει ότι έχετε την οικογένεια ή τους φίλους κοντά σας, που συνήθως κουβαλούν σοφία λόγω της ηλικίας τους.
Siempre voy a la vieja escuela en mis decisiones.
(Πάντοτε επιστρέφω στην παλιά σχολή στις αποφάσεις μου.)
Su vieja amiga le trajo buenos recuerdos.
(Η παλιά του φίλη του έφερε καλές αναμνήσεις.)
Η λέξη "vieja" προέρχεται από τη λατινική λέξη "vĭēca" που σημαίνει οτιδήποτε είναι παλιό ή της ηλικίας.