Η λέξη "vientre" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί στην κοιλιακή περιοχή του ανθρώπινου σώματος, κυρίως αναφερόμενη στην περιοχή μεταξύ του θώρακα και των γοφών. Είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη σε ιατρικά και γενικά συμφραζόμενα. Η χρήση της είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να βρεθεί και σε γραπτά κείμενα, κυρίως σε ιατρικά ή εκπαιδευτικά.
Η κοιλιά της γυναίκας ήταν σαφώς ορατή λόγω της εγκυμοσύνης.
Después de comer, sentí una incomodidad en el vientre.
Μετά το φαγητό, ένιωσα μια δυσφορία στην κοιλιά.
Es importante cuidar el vientre durante el ejercicio.
Η λέξη "vientre" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος έχει φάει αρκετά.
Sentir mariposas en el vientre.
Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αίσθηση του ενθουσιασμού ή του άγχους.
Hacer reír hasta el vientre.
Χρησιμοποιείται όταν κάτι είναι πολύ αστείο.
Vientre de alquiler.
Αναφέρεται στη διαδικασία της παρένθετης μητρότητας.
Cargar el vientre de preocupaciones.
Η λέξη "vientre" προέρχεται από το λατινικό "venter", που σημαίνει "κοιλιά" ή "στομάχι".
Συνώνυμα: - Abdomen - Barriga - Estómago
Αντώνυμα: - Pecho (θώρακας) - Espalda (πλάτη)