Η λέξη "vigas" είναι ουσιαστικό στον πληθυντικό αριθμό.
Η διεθνής φωνητική αλφαβητική μεταγραφή της λέξης είναι: [ˈbiɣas].
Η λέξη "viga" αναφέρεται σε έναν τύπο δοκού χρησιμοποιούμενο στην οικοδομική και την αρχιτεκτονική, κυρίως για τη στήριξη ανωδομών και οροφών. Είναι κατασκευασμένο συνήθως από ξύλο, μέταλλο ή σκυρόδεμα. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η χρήση της είναι συχνότερη στο γραπτό πλαίσιο, καθώς σχετίζεται με τεχνικούς και επιστημονικούς τομείς, όπως οι κατασκευές και η μηχανική.
Las vigas de la casa son muy fuertes.
Οι δοκοί του σπιτιού είναι πολύ ανθεκτικές.
Necesitamos revisar las vigas antes de comenzar la construcción.
Χρειαζόμαστε να ελέγξουμε τους δοκούς πριν ξεκινήσουμε την κατασκευή.
Las vigas de madera le dan un toque rústico a la habitación.
Οι ξύλινες δοκοί δίνουν μία ρουστίκ αίσθηση στο δωμάτιο.
Η λέξη "viga" χρησιμοποιείται γενικά σε τεχνικά συμφραζόμενα, και δεν υπάρχουν πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που να περιλαμβάνουν τη λέξη αυτή. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί με τρόπο που υποδηλώνει στήριξη ή σταθερότητα στην κατασκευή και άλλες αναλογίες.
Esa casa tiene vigas de gran calidad.
Αυτό το σπίτι έχει δοκούς εξαιρετικής ποιότητας.
Si las vigas no son adecuadas, la estructura estará en peligro.
Αν οι δοκοί δεν είναι κατάλληλες, η δομή θα είναι σε κίνδυνο.
Trabajar con vigas de acero requiere mucha experiencia.
Η εργασία με μεταλλικές δοκούς απαιτεί πολλή εμπειρία.
Η λέξη "viga" προέρχεται από το λατινικό "viga", που σήμαινε δοκός ή στήριγμα.
Συνώνυμα: - Simples - Vigas de soporte
Αντώνυμα: - Hueco (κενό) - Plana (στη επίπεδη περίπτωση)