Η λέξη "vigencia" είναι ουσιαστικό.
Фωνητική μεταγραφή της λέξης "vigencia" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA): /biˈxenθja/
Η λέξη "vigencia" χρησιμοποιείται κυρίως για να αναφέρεται στην κατάσταση ή την ποιότητα του να είναι κάτι σε ισχύ, να είναι έγκυρο ή να έχει εφαρμογή. Συχνά χρησιμοποιείται σε νομικά και διοικητικά πλαίσια, καθώς και σε γενικές συζητήσεις για την κατάργηση ή την ανανέωση κανόνων και κανονισμών. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στο γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και στον προφορικό λόγο.
Η ισχύς του νόμου παρατάθηκε κατά ένα έτος.
Es importante verificar la vigencia del contrato antes de firmarlo.
Η λέξη "vigencia" χρησιμοποιείται επίσης σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις όπως:
Ο νέος κανονισμός είναι σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου.
Poner en vigencia: Να θέσω σε εφαρμογή ή να ενεργοποιήσω κάτι.
Η επιτροπή αποφάσισε να θέσει σε εφαρμογή την νέα πολιτική ανθρωπίνων πόρων.
Vigencia temporal: Αναφέρεται σε χρονικό διάστημα ισχύος.
Η λέξη "vigencia" προέρχεται από το λατινικό "vigentia," το οποίο είναι το παθητικό συμμετοχής του ρήματος "vigere," που σημαίνει "να είναι ενεργό" ή "να είναι σε ισχύ."
Συνώνυμα: - validez (έγκυρη κατάσταση) - fuerza (δύναμη) - aplicabilidad (εφαρμογή)
Αντώνυμα: - caducidad (λήξη) - nulidad (ανυπαρξία) - ineficacia (αναποτελεσματικότητα)