Η λέξη vigilante είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: /bi.xiˈlan.te/
Η λέξη vigilante αναφέρεται σε ένα άτομο που παρακολουθεί ή επιτηρεί κάποιον ή κάτι, συνήθως για να διασφαλίσει την ασφάλεια ή την τήρηση των νόμων. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως η νομική και η στρατιωτική, καθώς και σε γενικές συζητήσεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, και συναντάται συχνά σε γραπτό και προφορικό λόγο.
Ο φύλακας του κτηρίου είναι πάντα προσεκτικός για οποιαδήποτε ύποπτη κατάσταση.
Los vigilantes de seguridad son esenciales en eventos públicos.
Οι φύλακες ασφαλείας είναι απαραίτητοι σε δημόσιες εκδηλώσεις.
El vigilante patrullaba la zona para prevenir delitos.
Η λέξη vigilante μπορεί να βρεθεί σε ιδιωματικές εκφράσεις που παραπέμπουν σε παρακολουθήσεις ή επιτήρηση. Ορισμένες τέτοιες εκφράσεις περιλαμβάνουν:
Πάντα πρέπει να είμαστε σε ετοιμότητα μπροστά σε οποιαδήποτε ενδεχόμενη κατάσταση.
Ojo vigilant (παρατηρητικός)
Χρειαζόμαστε έναν παρατηρητικό που να μας ενημερώνει για οποιαδήποτε αλλαγή.
Vigilante nocturno (νυχτερινός φύλακας)
Ο νυχτερινός φύλακας ελέγχει όλες τις εγκαταστάσεις κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Hacer vigilancia (να κάνεις επιτήρηση)
Η λέξη vigilante προέρχεται από το λατινικό "vigilans", το οποίο σημαίνει "αυξάνω, είμαι προσεκτικός" και συνδέεται με τη ρίζα "vigil" που σχετίζεται με την επιτήρηση και την εγρήγορση.
Συνώνυμα: - Guardián (φύλακας) - Observador (παρατηρητής)
Αντώνυμα: - Descuidadoso (αμελής) - Negligente (παραμελημένος)