Το "vigilar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "vigilar" είναι [bi.χi.ˈlaɾ].
Η λέξη "vigilar" σημαίνει να παρακολουθείς ή να επιτηρείς κάτι, συνήθως με σκοπό να διασφαλίσεις την ασφάλεια ή να ελέγξεις την κατάσταση. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορους τομείς όπως ο στρατός, το δίκαιο και η γενική ασφάλεια. Στην καθημερινή γλώσσα, μπορεί να αναφέρεται σε κάτι τόσο απλό όσο η παρακολούθηση ενός παιδιού ή ενός κατοικίδιου ζώου.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης "vigilar" είναι αρκετά υψηλή, και χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο, αν και έχει ευρεία χρήση και στο γραπτό περιβάλλον.
El guardia debe vigilar la entrada.
(Ο φρουρός πρέπει να παρακολουθεί την είσοδο.)
Es importante vigilar a los niños cuando juegan.
(Είναι σημαντικό να επιτηρούμε τα παιδιά όταν παίζουν.)
La policía vigila la zona por razones de seguridad.
(Η αστυνομία επιτηρεί την περιοχή για λόγους ασφαλείας.)
Η λέξη "vigilar" χρησιμοποιείται και σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Vigilar de cerca
(να παρακολουθείς από κοντά)
Es necesario vigilar de cerca los resultados de la investigación.
(Είναι απαραίτητο να παρακολουθείς από κοντά τα αποτελέσματα της έρευνας.)
Vigilar con lupa
(να παρακολουθείς με μεγέθυνση)
El analista vigila con lupa cada detalle del informe.
(Ο αναλυτής παρακολουθεί με μεγέθυνση κάθε λεπτομέρεια της αναφοράς.)
Vigilar como un halcón
(να παρακολουθείς σαν γεράκι)
Ella vigila como un halcón a sus empleados.
(Εκείνη παρακολουθεί σαν γεράκι τους υπαλλήλους της.)
Vigilar el desempeño
(να παρακολουθείς την απόδοση)
Es importante vigilar el desempeño de los estudiantes.
(Είναι σημαντικό να παρακολουθείς την απόδοση των μαθητών.)
Η λέξη "vigilar" προέρχεται από το λατινικό "vigilare", που σημαίνει "είμαι ξύπνιος" ή "είμαι σε εγρήγορση". Το "vigilare" προκύπτει από τη λέξη "vigilans" (ο ξύπνιος).
Συνώνυμα: - observar (παρατηρώ) - supervisar (εποπτεύω) - controlar (ελέγχω)
Αντώνυμα: - descuidar (αμελώ) - ignorar (αγνοώ) - desatender (παραμελώ)