η λέξη "vigilia" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/vixɪˈli.a/
Στα Ισπανικά, η λέξη "vigilia" αναφέρεται σε μια κατάσταση που συνδέεται με την παραμονή ξύπνιου ή την παρακολούθηση, είτε από θρησκευτική σκοπιά είτε ως κοινή πρακτική (όπως νυχτερινές περιπολίες). Χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει μια εκδήλωση όπου οι άνθρωποι συγκεντρώνονται για να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη ή να τιμήσουν κάτι.
Η "vigilia" χρησιμοποιείται πιο συχνά στο γραπτό πλαίσιο, αλλά είναι συχνά παρούσα και στις προφορικές συζητήσεις, ειδικά σε θρησκευτικά ή κοινωνικά πλαίσια.
La vigilia de Navidad es una tradición muy importante en muchas familias.
Η αγρυπνία των Χριστουγέννων είναι μια πολύ σημαντική παράδοση σε πολλές οικογένειες.
Durante la vigilia, los miembros de la comunidad se reúnen para orar.
Κατά τη διάρκεια της αγρυπνίας, τα μέλη της κοινότητας συγκεντρώνονται για να προσευχηθούν.
La vigilia policial fue efectiva para prevenir delitos en la zona.
Η νυχτερινή παρακολούθηση από την αστυνομία ήταν αποτελεσματική για την πρόληψη εγκλημάτων στην περιοχή.
Η λέξη "vigilia" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και συμφραζόμενα.
Estar en una vigilia constante.
Να είσαι σε συνεχή αγρυπνία.
(Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την προσοχή ή την εγρήγορση.)
Vigilia de oración.
Αγρυπνία προσευχής.
(Μια παραδοσιακή εκδήλωση όπου οι άνθρωποι προσεύχονται για συγκεκριμένους σκοπούς.)
Mantener la vigilia sobre un tema importante.
Να διατηρείς την παρακολούθηση σε ένα σημαντικό θέμα.
(Έχει την έννοια της επιτήρησης και της προσοχής σε ένα θέμα.)
Vigilia de los muertos.
Αγρυπνία για τους νεκρούς.
(Ραδιουργίες που γίνονται προς τιμήν των εκλιπόντων.)
La vigilia antes del viaje.
Η αγρυπνία πριν από το ταξίδι.
(Μπορεί να αναφέρεται σε προετοιμασίες ή σχέδια που γίνονται την παραμονή ενός ταξιδιού.)
Hacer una vigilia por la paz.
Να κάνεις αγρυπνία για την ειρήνη.
(Δηλώνει ότι οι άνθρωποι συγκεντρώνονται για να προσευχηθούν ή να εκφράσουν την ελπίδα για την ειρήνη.)
Η λέξη "vigilia" προέρχεται από το λατινικό "vigilĭa", που σημαίνει "εγρήγορση" ή "αγρυπνία".
Συνώνυμα:
- Desvelo (αϋπνία)
- Insomnio (αϋπνία)
- Atención (προσοχή)
Αντώνυμα:
- Sueño (ύπνος)
- Descanso (ανάπαυση)
- Inactividad (αδράνεια)