Η λέξη "vigor" είναι ουσιαστικό (sustantivo) στη γλώσσα Ισπανικά.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "vigor" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφάβητου είναι: /biˈɣoɾ/.
Η λέξη "vigor" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την φυσική δύναμη, την ενέργεια ή την ζωντάνια κάποιου ή κάτι. Συχνά χρησιμοποιείται σε περιγραφές της φυσικής κατάστασης ή της ψυχικής και σωματικής αντοχής. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή και μπορεί να παρατηρηθεί τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συνηθισμένο στο γραπτό πλαίσιο.
Ο ηλικιωμένος άνθρωπος έχει ακόμα πολύ ζωντάνια στην ηλικία του.
Es importante mantener un estilo de vida saludable para tener vigor.
Είναι σημαντικό να διατηρείτε έναν υγιεινό τρόπο ζωής για να έχετε ενέργεια.
El vigor de los jóvenes es contagioso.
Η λέξη "vigor" χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες εκφράζουν φυσική ή ψυχική δύναμη.
"Μετά τον υπνό, αισθάνομαι γεμάτος ενέργεια."
Vigor en la voz
"Ο τραγουδιστής μετέφερε ορμή στη φωνή του κατά τη διάρκεια της συναυλίας."
Vigoroso debate
"Ο ακαδημαϊκός παρουσίασε μια έντονη συζήτηση για το νόμο."
Vigor físico
Η λέξη "vigor" προέρχεται από το λατινικό "vigor", που σημαίνει δύναμη ή ζωντάνια.
Συνώνυμα: - energía - fuerza - vitalidad
Αντώνυμα: - debilidad - inercia - cansancio