Επίθετο
/biɣoˈɾoso/
Η λέξη «vigoroso» σημαίνει «με σφρίγος», «δυναμικός» ή «υγιής», και χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που είναι γεμάτος ενέργεια ή ζωτικότητα. Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με ελαφρώς μεγαλύτερη συχνότητα στον προφορικό λόγω της εκφραστικότητας της.
El atleta es vigoroso y corre muy rápido.
(Ο αθλητής είναι σφριγηλός και τρέχει πολύ γρήγορα.)
La planta creció vigorosa gracias al buen cuidado.
(Το φυτό μεγάλωσε σφριγηλά χάρη στην καλή φροντίδα.)
Necesitamos un plan vigoroso para mejorar la situación.
(Χρειαζόμαστε ένα δυναμικό σχέδιο για να βελτιώσουμε την κατάσταση.)
Η λέξη «vigoroso» χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις που αναδεικνύουν την ενέργεια και τη ζωτικότητα.
Vivir de manera vigorosa.
(Να ζεις με σφρίγος.)
Tener un vigoroso corazón.
(Να έχεις μια σφριγηλή καρδιά.)
Un vigoroso debate.
(Μια δυναμική συζήτηση.)
Disfrutar de un vigoroso amanecer.
(Να απολαμβάνεις μια ζωηρή ανατολή.)
Η λέξη «vigoroso» προέρχεται από τη λατινική λέξη "vigorosus", η οποία σημαίνει υγιής ή δυνατός, και αυτή με τη σειρά της από τη ρίζα "vigor", που σημαίνει δύναμη ή ενέργεια.
Συνώνυμα: - enérgico - fuerte - robusto
Αντώνυμα: - débil - flojo - cansado