Η λέξη vil στα Ισπανικά είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης vil στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /bil/.
Η λέξη vil μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - "αγενής" - "κατώτερος" - "βάρβαρος"
Η λέξη vil χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που είναι κατώτερος σε ηθικές ή κοινωνικές αξίες. Στη γλώσσα τα Ισπανικά, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε αρνητικά συμφραζόμενα, για να υποδηλώσει μια έλλειψη ήθους ή αξιοπρέπειας. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά χαμηλή σε προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί σε γραπτές μορφές, κυρίως σε λογοτεχνικά και νομικά κείμενα.
Su comportamiento fue vil y despreciable.
(Η συμπεριφορά του ήταν αγενής και περιφρονητική.)
El trato que recibió de ese hombre fue vil.
(Η μεταχείριση που έλαβε από αυτόν τον άντρα ήταν κατώτερη.)
No debemos tolerar acciones viles en nuestra sociedad.
(Δεν πρέπει να ανεχόμαστε βάρβαρες ενέργειες στην κοινωνία μας.)
Η λέξη vil μπορεί να χρησιμοποιηθεί μέσα σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ορισμένες από αυτές είναι:
Αναφέρεται στην κακή ή ανήθικη συμπεριφορά κάποιου.
Un acto vil
(Μια βάρβαρη πράξη.)
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι μια πράξη είναι ανήθικη ή κακόβουλη.
Ser vil
(Να είσαι κατώτερος.)
Πρόκειται για την περιγραφή ενός ατόμου που έχει χαμηλές ηθικές αξίες.
Pensamientos viles
(Κατώτερες σκέψεις.)
Η λέξη vil προέρχεται από το λατινικό vilis, που σημαίνει «φτηνός» ή «κατώτερος».
Συνώνυμα: - Ruin (κατώτερος) - Despreciable (περιφρονητέος) - Ignoble (άθλιος)
Αντώνυμα: - Noble (ευγενής) - Virtuoso (αρετός) - Honrado (τιμητικός)