Η λέξη "villa" είναι ουσιαστικό (sustantivo).
Φωνητική μεταγραφή (Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο): /ˈbi.ʎa/
Η λέξη "villa" αναφέρεται σε μια εξοχική κατοικία ή σε μια πολυτελή κατοικία, συνήθως σε φυσικό περιβάλλον ή κοντά σε μια νέα κατοικημένη περιοχή. Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει οίκους που είναι μεγαλύτεροι και παρέχουν πολυτελείς ανέσεις. Χρησιμοποιείται σε έναν πιο επίσημο ή γραπτό λόγο σε σχέση με το "casa" (σπίτι), αλλά επίσης εμφανίζεται και σε προφορικές συζητήσεις.
Η "villa" χρησιμοποιείται συχνά και στις δύο γλώσσες, αλλά μπορεί να συναντήσουμε πιο συχνά τη λέξη σε γραπτό λόγο, σε συμφραζόμενα που αφορούν την αρχιτεκτονική, τη διαμονή ή τις τουριστικές μεταφορές.
Η βίλα βρίσκεται στην ακτή.
Ellos decidieron alquilar una villa para sus vacaciones.
Αυτοί αποφάσισαν να νοικιάσουν μια βίλα για τις διακοπές τους.
La luxuosa villa fue construida en el siglo XIX.
Η λέξη "villa" μπορεί να εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι τόσο συνηθισμένη όσο άλλες λέξεις. Ωστόσο, υπάρχουν μερικές εκφράσεις που μπορεί να χρησιμοποιηθούν στην ισπανική γλώσσα.
Να ζεις σαν βασιλιάς σε μια βίλα.
Tengo el sueño de tener una villa en el campo.
Έχω το όνειρο να έχω μια βίλα στην εξοχή.
La villa se convierte en un refugio en verano.
Η βίλα γίνεται καταφύγιο το καλοκαίρι.
Alquilamos una villa para la boda.
Νικιάσαμε μια βίλα για τον γάμο.
La familia disfruta de su villa durante los fines de semana.
Η λέξη "villa" έχει λατινικές ρίζες και προέρχεται από την λατινική λέξη "villa", που σημαίνει "αγροικία" ή "χώρα", που σχετίζεται με την έννοια της εξοχής και των αγροτικών κατοικιών.
Συνώνυμα: - Casa de campo (εξοχική κατοικία) - Chalet (τσάλ αν είναι ξύλινο και συνήθως σε βουνό)
Αντώνυμα: - Apartamento (διαμέρισμα) - Casa urbana (αστικό σπίτι)