Η λέξη "vinagre" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): /biˈnaɣɾe/
Η λέξη "vinagre" αναφέρεται σε ένα υγρό που παράγεται από τη ζύμωση του κρασιού ή άλλων εναλλακτικών ποτών, το οποίο περιέχει οξύ, κυρίως οξικό οξύ. Χρησιμοποιείται ευρέως στην κουζίνα και τη μαγειρική για να προσθέσει γεύση, καθώς επίσης και ως συντηρητικό τροφίμων. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο, αλλά ενδέχεται να παρατηρείται περισσότερη συχνότητα σε συνομιλίες σχετικά με τη μαγειρική ή τα τρόφιμα.
El vinagre es un ingrediente esencial en la ensalada.
(Το ξύδι είναι ένα βασικό συστατικό στην σαλάτα.)
Uso vinagre para conservar las verduras.
(Χρησιμοποιώ ξύδι για να διατηρήσω τα λαχανικά.)
Η λέξη "vinagre" δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να έχει μεταφορική σημασία:
Estar como un vinagre.
(Να είσαι εκνευρισμένος ή θυμωμένος.)
Είναι σαν το ξύδι – πάντα οξύς και ενοχλητικός.
Tener un carácter de vinagre.
(Να έχεις κακό χαρακτήρα ή να είσαι δύστροπος.)
Έχει χαρακτήρα σαν ξύδι – πάντα δυσαρεστημένος με το οτιδήποτε.
Hacer vinagre algo.
(Να καταστρέφεις κάτι.)
Εκείνη η απόφαση hizo vinagre nuestra oportunidad de éxito.
(Αυτή η απόφαση κατέστρεψε την ευκαιρία μας για επιτυχία.)
Η λέξη "vinagre" προέρχεται από το λατινικό "vinagrum", το οποίο είναι ένα σύνθετο της λέξης "vinum" (κρασί) και "acer" (οξύς).
Συνώνυμα:
- ácido (οξύ)
- aceto (ξίδι - λιγότερο συχνά)
Αντώνυμα:
- dulce (γλυκό)
- suave (ήπιο)