Η λέξη "vinagreta" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "vinagreta" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /bi.naˈɣɾe.ta/
Η "vinagreta" αναφέρεται σε μία σάλτσα ή ντρέσινγκ που παρασκευάζεται συνήθως από ελαιόλαδο, ξίδι και διάφορα καρυκεύματα. Χρησιμοποιείται κυρίως για το ντύσιμο σαλατών. Στη γλώσσα των Ισπανών, η χρήση της βινεγκρέτ είναι πολύ συχνή στο μαγείρεμα και σε συνταγές φαγητών, καθώς προσφέρει γεύση και φρεσκάδα.
Η "vinagreta" χρησιμοποιείται συχνά και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, ωστόσο είναι πιο διαδεδομένη σε συμφραζόμενα που αφορούν τη μαγειρική.
Η σαλάτα ήταν ντυμένη με μία νόστιμη βινεγκρέτ.
Preparé una vinagreta para acompañar el pescado a la parrilla.
Έφτιαξα μία βινεγκρέτ για να συνοδεύσει το ψάρι στη σχάρα.
Puedes hacer una vinagreta sencilla con aceite, vinagre y mostaza.
Η λέξη "vinagreta" δεν περιλαμβάνει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο αποκτά σημασία σε κάποια καταστάσεις που αφορούν γεύσεις ή μαγειρικές τεχνικές.
Πάντα προσθέτω μία δόση βινεγκρέτ στις σαλάτες μου για να ενισχύσω τη γεύση.
Una buena vinagreta puede transformar un plato común en algo extraordinario.
Μία καλή βινεγκρέτ μπορεί να μετατρέψει ένα κοινό πιάτο σε κάτι εξαιρετικό.
El secreto de una ensalada perfecta está en la vinagreta que elijas.
Η λέξη "vinagreta" προέρχεται από το ισπανικό "vinagre," που σημαίνει "ξίδι," με την κατάληξη "-eta" που χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάτι μικρότερο ή πιο ελαφρύ.
Aderezo (ντρέσινγκ)
Αντώνυμα: