Vinculado είναι ένα επίθετο (adjetivo).
Φωνητική μεταγραφή: /biŋˈkla.ðo/
Η λέξη vinculado προέρχεται από το ρήμα vincular, που σημαίνει "συνδέω" ή "σχετίζω". Χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει κάτι που είναι συνδεδεμένο ή σχετικό με κάτι άλλο. Στη γλώσσα των νομικών, μπορεί να αναφέρεται σε νομικές σχέσεις ή συνδέσεις μεταξύ διάφορων νομικών προνοιών ή διατάξεων.
Η χρήση της λέξης είναι αρκετά συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρηθεί μια προτίμηση στη γραπτή γλώσσα, όπου οι νομικοί όροι είναι πιο διαδεδομένοι.
Το έγγραφο είναι συνδεδεμένο με διάφορες συμβάσεις.
Su éxito está vinculado al esfuerzo del equipo.
Η λέξη vinculado χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
Να είσαι συνδεδεμένος με κάποιον σημαίνει να έχεις μια στενή σχέση.
Los intereses están vinculados de manera inseparable.
Τα συμφέροντα είναι συνδεδεμένα με τρόπο αδιάσπαστο.
El proyecto está vinculado a la misión de la empresa.
Το έργο είναι συνδεδεμένο με την αποστολή της εταιρείας.
Su suerte está vinculada a las decisiones que tome.
Η τύχη του είναι συνδεδεμένη με τις αποφάσεις που θα πάρει.
Las familias están vinculadas por la historia común.
Η λέξη vinculado προέρχεται από το ρήμα vincular, που έχει τις ρίζες του στα Λατινικά, από τη λέξη vinculum, που σημαίνει "σύνδεσμος" ή "δέσιμο".
Συνώνυμα: - Unido - Relacionado
Αντώνυμα: - Desvinculado - Separado
Αυτή είναι η πλήρης ανάλυση της λέξης vinculado στα Ισπανικά.