Η λέξη "viola" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/βιˈολα/
Στα Ισπανικά, "viola" αναφέρεται κυρίως σε δύο πράγματα: 1. Στο μουσικό όργανο, που είναι παρόμοιο με τη βιολί αλλά μεγαλύτερο, με βαθύτερο ήχο. 2. Στο φυτό βιολέτα, που είναι γνωστό για τα όμορφα λουλούδια του.
Η λέξη χρησιμοποιείται με σχετική συχνότητα τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με έμφαση σε μουσικά και φυσικά πλαίσια.
Ella toca la viola en la orquesta.
Αυτή παίζει τη βιόλα στην ορχήστρα.
La viola es un instrumento de cuerda.
Η βιόλα είναι ένα έγχορδο μουσικό όργανο.
Η λέξη "viola" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά, αλλά μπορεί να σχηματιστούν κάποιες εκφράσεις που την περιλαμβάνουν:
"Tocar la viola"
Εκφράζει το να παίζει κάποιος το όργανο.
Έχει πολλούς φίλους που προτιμούν tocar la viola en sus reuniones.
Έχει πολλούς φίλους που προτιμούν να παίζουν βιόλα στις συναντήσεις τους.
"Como una viola"
Αναφέρεται σε κάτι που είναι μοναδικό ή ξεχωριστό, όπως η βιόλα.
Su voz suena como una viola, única y hermosa.
Η φωνή της ακούγεται σαν βιόλα, μοναδική και όμορφη.
Η λέξη "viola" προέρχεται από τα λατινικά, όπου "viola" σημαίνει "μωβ" ή "βιολέτα". Στη μουσική, η βιόλα πήρε την ονομασία της από το χρώμα.
Συνώνυμα: - βιολί (ιδιαίτερα στο πλαίσιο της μουσικής, αν και διαφέρει) - βιολέτα (στις σημασίες από το φυτό)
Αντώνυμα: - κανένα συγκεκριμένο αντώνυμο δεν ενδείκνυται, αλλά στην περίπτωση των μουσικών οργάνων, μπορεί να αναφερθεί το βιολί σε σύγκριση.