Το "violar" είναι ρήμα.
/bi.oˈlaɾ/
Η λέξη "violar" έχει πολλές σημασίες στα Ισπανικά. Πρώτον, μπορεί να σημαίνει "βιάζω" ή "να διαπράττω βιασμό", το οποίο έχει σοβαρές νομικές και ηθικές συνέπειες. Δεύτερον, χρησιμοποιείται επίσης στον τομέα του δικαίου για να περιγράψει την παραβίαση συγκεκριμένων νόμων ή κανόνων, π.χ., παραβίαση δικαιωμάτων ή κανονισμών. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στο γραπτό λόγο λόγω της σοβαρότητας των εννοιών που σχετίζονται με τη λέξη.
"Ο κατηγορούμενος συνελήφθη για την απόπειρα να βιάσει τη γυναίκα."
"Violar las reglas del contrato puede llevar a sanciones."
"Η παραβίαση των κανόνων της σύμβασης μπορεί να οδηγήσει σε ποινές."
"Es un delito violar los derechos humanos."
Η λέξη "violar" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις που σχετίζονται με νομικά και ηθικά πλαίσια:
"Αν παραβιάσεις το νόμο, ενδέχεται να αντιμετωπίσεις σοβαρές συνέπειες."
"Violar la privacidad" - "Παραβιάζω την ιδιωτικότητα"
"Η παραβίαση της ιδιωτικότητας κάποιου είναι απαράδεκτη."
"Violar un acuerdo" - "Παραβιάζω μια συμφωνία"
"Η παραβίαση μιας συμφωνίας θέτει σε κίνδυνο την εμπιστοσύνη στις σχέσεις."
"Violar un derecho" - "Παραβιάζω ένα δικαίωμα"
Η λέξη "violar" προέρχεται από το λατινικό "violare", που σημαίνει "να βλάψω" ή "να παραβιάσω".
Συνώνυμα: - Ultrajar (υποβάλω σε προσβολή) - Transgredir (παραβιάζω)
Αντώνυμα: - Respetar (σέβομαι) - Cumplir (τηρώ)