Η λέξη "violencia" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή της λέξης "violencia": /bjoˈlenθja/
Η λέξη "violencia" μεταφράζεται στα ελληνικά ως "βία".
Η λέξη "violencia" αναφέρεται σε κάθε μορφή επιθετικής ή βίαιης συμπεριφοράς που μπορεί να προκαλέσει σωματική ή ψυχική βλάβη. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως η κοινωνία, η οικονομία και ο νόμος. Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και πιο συχνά εμφανίζεται σε νομικές και κοινωνιολογικές αναλύσεις.
Η βία στους δρόμους έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια.
Es importante abordar la violencia de género en nuestra sociedad.
Η λέξη "violencia" εμφανίζεται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Η βία δεν είναι η λύση.
Denunciar la violencia es un paso importante para lograr cambios.
Η καταγγελία της βίας είναι ένα σημαντικό βήμα για να επιτευχθούν αλλαγές.
La violencia familiar impacta a toda la comunidad.
Η οικογενειακή βία επηρεάζει ολόκληρη την κοινότητα.
La violencia en los medios de comunicación perpetúa estereotipos negativos.
Η λέξη "violencia" προέρχεται από το λατινικό "violentia", που σημαίνει "δύναμη" ή "βία". Η ρίζα της σχετίζεται επίσης με τη λέξη "violens", που σημαίνει "βίαιος" ή "επιθετικός".
Συνώνυμα: - Agresión (επίθεση) - Violación (παραβίαση) - Coacción (καταναγκασμός)
Αντώνυμα: - Paz (ειρήνη) - Tranquilidad (ηρεμία) - Respeto (σεβασμός)