Το "violentamente" είναι επι副ρός, δηλαδή επίρρημα.
/phjol.en.ta.'men.te/
Η λέξη "violentamente" σημαίνει ότι κάτι συμβαίνει με τη χρήση βίας ή με πολύ έντονο και επιθετικό τρόπο. Γενικά, η χρήση αυτού του επιρρήματος είναι περισσότερο συχνή σε γραπτά κείμενα, όπως ειδήσεις ή λογοτεχνία, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε προφορικό λόγο. Στην καθημερινή ομιλία μπορεί να περιγράψει ξαφνικές ή επιθετικές ενέργειες.
Η κοπέλα αντέδρασε βίαια όταν άκουσε τα νέα.
La película muestra escenas que ocurren violentamente.
Η ταινία δείχνει σκηνές που συμβαίνουν βίαια.
Es inaceptable tratar a los demás violentamente.
Η λέξη "violentamente" δεν εμφανίζεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά η έννοια της βίας είναι παρούσα σε αρκετές.
Ενεργώ βίαια χωρίς λόγο.
Reaccionar violentamente a la provocación.
Αντιδρώ βίαια στην πρόκληση.
Expresar emociones violentamente.
Εκφράζω συναισθήματα βίαια.
Chocar violentamente contra la pared.
Προσκρούω βίαια στον τοίχο.
Despertar violentamente.
Ο όρος "violentamente" προέρχεται από το "violento", που σημαίνει "βίαιος" και προέρχεται από το λατινικό "violentus", το οποίο σχετίζεται με τη λέξη "vis" (δύναμη).
Συνώνυμα: - brutalmente - agresivamente - furiosamente
Αντώνυμα: - suavemente - pacíficamente - tranquilamente