Violento είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: /bjoˈlento/
Η λέξη violento χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται με τη βία ή την επιθετικότητα. Χρησιμοποιείται σε διάφορα συμφραζόμενα, όπως στη συζήτηση για τη βία στην κοινωνία ή την επιθετική συμπεριφορά ατόμων. Η χρήση της είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
La película era muy violenta y no era adecuada para niños.
(Η ταινία ήταν πολύ βίαιη και δεν ήταν κατάλληλη για παιδιά.)
Él tiene un carácter violento y suele pelearse con los demás.
(Έχει έναν βίαιο χαρακτήρα και συνήθως μαλώνει με τους άλλους.)
La violencia que se vive en algunas ciudades es realmente violenta.
(Η βία που ζούμε σε ορισμένες πόλεις είναι πραγματικά βίαιη.)
Η λέξη violento δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες σχετικές εκφράσεις που αποδίδουν έννοιες που σχετίζονται με τη βία ή τη βίαιη συμπεριφορά:
Tener un temperamento violento
(Να έχεις βίαιο ταμπεραμέντο.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι εύθικτος και επιρρεπής σε επιθετικές αντιδράσεις.
Usar la violencia como medio de resolver problemas es violento.
(Η χρήση της βίας ως μέσο επίλυσης προβλημάτων είναι βίαιη.)
Αναφέρεται στην απαράδεκτη χρήση βίας για την επίλυση διαφορών.
Un ataque violento puede causar heridas graves.
(Μια βίαιη επίθεση μπορεί να προκαλέσει σοβαρούς τραυματισμούς.)
Σημειώνει τους κινδύνους που συνδέονται με βίαιες ενέργειες.
Η λέξη violento προέρχεται από το λατινικό violentus, που σημαίνει "βίαιος" ή "επιθετικός", το οποίο σχετίζεται με το ρήμα violare, που σημαίνει "να παραβιάζω ή να βλάπτω".
Συνώνυμα:
- agresivo
- bélico
- tumultuoso
Αντώνυμα:
- pacífico
- calmado
- sereno