Η λέξη "virginidad" είναι ουσιαστικό.
/biɾχiniˈðad/
Η λέξη "virginidad" αναφέρεται στην κατάσταση του να είναι κάποιος παρθένος, δηλαδή άγαμος ή αδιάφορος σχετικά με σεξουαλικές σχέσεις. Στον ιατρικό τομέα, η έννοια μπορεί να συνδέεται με την ακεραιότητα του σώματος και την απουσία σεξουαλικά μεταδιδόμενων νοσημάτων. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται συνήθως σε κοινωνικά και πολιτιστικά συμφραζόμενα, αναφερόμενη σε θεματικές όπως η ηθική, η σεξουαλικότητα και η οικογένεια. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, κυρίως στον προφορικό λόγο και σε κοινωνικές συζητήσεις.
La virginidad es un tema importante en muchas culturas.
Η παρθενία είναι ένα σημαντικό θέμα σε πολλές κουλτούρες.
Ella decidió esperar a casarse para perder su virginidad.
Αυτή αποφάσισε να περιμένει να παντρευτεί για να χάσει την παρθενία της.
La virginidad puede ser vista de diferentes maneras según la sociedad.
Η παρθενία μπορεί να θεωρηθεί με διάφορους τρόπους ανάλογα με την κοινωνία.
Η λέξη "virginidad" χρησιμοποιείται επίσης σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, που όμως δεν είναι πολύ κοινές. Παρ' όλα αυτά, μπορούμε να δούμε κάποιες σύνθετες φράσεις που την περιλαμβάνουν:
Perder la virginidad no debe ser una decisión apresurada.
Η απώλεια της παρθενίας δεν πρέπει να είναι μια βιαστική απόφαση.
La virginidad simboliza la inocencia en muchos contextos.
Η παρθενία συμβολίζει την αθωότητα σε πολλά συμφραζόμενα.
Algunos creen que la virginidad es un regalo que se debe dar.
Μερικοί πιστεύουν ότι η παρθενία είναι ένα δώρο που πρέπει να δωθεί.
El concepto de virginidad varía significativamente entre culturas.
Ο όρος της παρθενίας ποικίλλει σημαντικά μεταξύ των πολιτισμών.
Η λέξη "virginidad" προέρχεται από το λατινικό "virginitas," το οποίο συνδυάζει τη ρίζα "virgo" που σημαίνει "παρθένα" ή "νεαρή γυναίκα." Η ρίζα αυτή έχει καθοριστική σημασία σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες.
Συνώνυμα: - Pureza (καθαρότητα) - Castidad (αγνότητα)
Αντώνυμα: - Impureza (ακαθαρσία) - Promiscuidad (προαγωγή)
Αυτές οι πληροφορίες αναλύουν τη λέξη "virginidad" μέσα στους τομείς της γενικής γλώσσας και της ιατρικής, προσδιορίζοντας τη σημασία της στη σύγχρονη ισπανική γλώσσα.