Η λέξη "viril" χρησιμοποιείται για να περιγράψει χαρακτηριστικά που σχετίζονται με τον άντρα, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την ανδρική δύναμη και χαρακτηριστικά. Μπορεί να αναφέρεται σε φυσικά ή ψυχολογικά χαρακτηριστικά που θεωρούνται ανδρικά. Χρησιμοποιείται συχνά και σε ιατρικό πλαίσιο για να αναφερθεί σε ανδρικά χαρακτηριστικά ή υγεία.
Συχνότητα χρήσης: Αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, η συχνότητά του είναι υψηλότερη σε γραπτές αναφορές, όπως άρθρα και ιατρικές περιγραφές.
"Ο άντρας είχε μια πολύ ανδρική στάση."
"La música viril resonó en toda la sala."
Η λέξη "viril" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές φράσεις και εκφράσεις, που συνήθως μεταφέρουν την έννοια της αρρενωπότητας ή της ανδρικής ταυτότητας.
"Το να συμπεριφέρεσαι με ανδρικό τρόπο είναι ουσιαστικό σε αυτήν την κουλτούρα."
"La virilidad no solo se mide por la fuerza física."
"Η ανδρικότητα δεν μετριέται μόνο από τη σωματική δύναμη."
"Se considera viril cuidar de la familia."
"Θεωρείται ανδρικό να φροντίζεις την οικογένεια."
"Su mirada viril intimidaba a los demás."
Η λέξη "viril" προέρχεται από το λατινικό "virilis," το οποίο σημαίνει "ανδρικός" και σχετίζεται με τη λέξη "vir," που σημαίνει "άνδρας."