Virtuoso είναι ουσιαστικό και επίθετο.
Φωνητική γραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο: /viɾˈtu.so/
Στα Ισπανικά, η λέξη virtuoso αναφέρεται σε ένα άτομο με εξαιρετική τεχνική ικανότητα ή ταλέντο, ιδιαίτερα στον τομέα της μουσικής ή της τέχνης. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει καλλιτέχνες που έχουν φτάσει σε υψηλό επίπεδο δεξιοτεχνίας.
Η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, με μια ελαφρώς αυξημένη παρουσία στον γραπτό λόγο, λόγω της συχνότητάς της σε κριτικές και αναλύσεις καλλιτεχνικών έργων.
El violinista es un verdadero virtuoso de la música clásica.
(Ο βιολιστής είναι ένας αληθινός βιρτουόζος της κλασικής μουσικής.)
En la exhibición, vimos a un virtuoso pintor que capturó la esencia de la vida.
(Στην έκθεση, είδαμε έναν βιρτουόζο ζωγράφο που κατέγραψε την ουσία της ζωής.)
Η λέξη virtuoso εκφράζεται σε πολλές ιδιωματικές φράσεις και εκφράσεις στα Ισπανικά.
Es un virtuoso del piano y siempre deja a la audiencia maravillada.
(Είναι βιρτουόζος στο πιάνο και πάντα αφήνει το κοινό κατάπληκτο.)
Los virtuosos suelen practicar muchas horas al día para perfeccionar su arte.
(Οι βιρτουόζοι συνήθως εξασκούνται πολλές ώρες την ημέρα για να τελειοποιήσουν την τέχνη τους.)
Con el violonchelo, suena como un virtuoso en cada nota que toca.
(Με το βιολοντσέλο, ακούγεται σαν βιρτουόζος σε κάθε νότα που παίζει.)
Ser un virtuoso de la cocina requiere pasión y dedicación.
(Να είσαι βιρτουόζος της κουζίνας απαιτεί πάθος και αφοσίωση.)
El mundo necesita más virtuosos en el arte y la música para inspirar a la próxima generación.
(Ο κόσμος χρειάζεται περισσότερους βιρτουόζους στην τέχνη και τη μουσική για να εμπνεύσει την επόμενη γενιά.)
Η λέξη virtuoso προέρχεται από το ιταλικό "virtuoso", που σημαίνει "άξιος" ή "εξαιρετικός," και συνδέεται με τη λατινική λέξη "virtus," που σημαίνει "αρετή" ή "ικανότητα."
Συνώνυμα: - Maestro (δάσκαλος) - Genio (ιδιοφυία) - Talento (ταλέντο)
Αντώνυμα: - Novato (αρχάριος) - Inexperto (άπειρος) - Mediocre (μέτριος)