Η λέξη "virulencia" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: /biɾuˈlentsja/
Η "virulencia" αναφέρεται στην ικανότητα ενός παθογόνου οργανισμού, όπως βακτήρια ή ιοί, να προκαλεί ασθένεια ή βλάβη στον ξενιστή του. Χρησιμοποιείται κυρίως στους τομείς της ιατρικής και της βακτηριολογίας. Η λέξη χρησιμοποιείται με κοινή συχνότητα τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, συχνά σε επιστημονικό και ιατρικό πλαίσιο.
Η ιογενής δυνητικότητα του ιού έχει αυξηθεί τις τελευταίες εβδομάδες.
Los científicos estudian la virulencia de las bacterias para desarrollar nuevos tratamientos.
Οι επιστήμονες μελετούν την λοιμογόνο δύναμη των βακτηρίων για να αναπτύξουν νέες θεραπείες.
La virulencia es un factor clave en la propagación de las epidemias.
Η λέξη "virulencia" χρησιμοποιείται λιγότερο συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να βρει εφαρμογή σε φράσεις που σχετίζονται με την εξάπλωση ασθενειών ή τις επιπτώσεις τους.
Η ιογενής δυνητικότητα της γρίπης φέτος έχει εκπλήξει τους γιατρούς.
La virulencia en la transmisión de enfermedades infecciosas es preocupante.
Η λοιμογόνος δύναμη στη μετάδοση λοιμωδών νόσων είναι ανησυχητική.
Los expertos advierten sobre la virulencia de ciertas cepas de bacteria.
Η λέξη "virulencia" προέρχεται από το λατινικό "virulentia," το οποίο σημαίνει "το να είναι δηλητηριώδης" ή "το να προκαλεί ασθένεια," χρησιμοποιώντας τη ρίζα "virus" που σημαίνει "δηλητήριο."
Αυτές οι πληροφορίες συμπληρώνουν τη σημασία της λέξης "virulencia" στο πλαίσιο της ιατρικής και της βακτηριολογίας, και ελπίζω να είναι χρήσιμες για εσάς.